Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και ακαδημαϊκός. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Γεννήθηκε στις Κροκεές Λακωνίας.
Το Νοέμβριο του 1929, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, με σκοπό να ξεκινήσει τις πανεπιστημιακές του σπουδές -μάταια λόγω οικονομικών δυσχερειών. Έτσι, έκανε διάφορες περιστασιακές κυρίως χειρωνακτικές εργασίες. Το 1933, εκδόθηκε η ποιητική συλλογή του, Κατεβαίνοντας Στη Σιγή Των Αιώνων. Οι ποιητικές συλλογές του κέντρισαν το ενδιαφέρον του λογοτεχνικού κόσμου – και ιδιαίτερα του Κωστή Παλαμά, ο οποίος ζήτησε να τον γνωρίσει.Μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, το 1940, αμέσως στρατεύτηκε στην πρώτη γραμμή και όταν το σύνταγμα, στο οποίο υπηρετούσε, διαλύθηκε -με την κατάρρευση του Μετώπου (1941)- κατευθύνθηκε στην Αθήνα και εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση με το ΕΑΜ. Γενικότερα, από το 1942-1944 ασχολήθηκε ενεργά με την Εθνική αντίσταση. Επίσης, γράφτηκε και στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Από το 1947 εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, γράφοντας κατά κύριο λόγο για πνευματικά ζητήματα. Το 1948 γνωρίστηκε με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό, με τον οποίον υπήρξαν φίλοι μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1949, ο Βρεττάκος εξέδωσε το λυρικό δοκίμιο «Δυο Άνθρωποι Μιλούν Για Την Ειρήνη Του Κόσμου». Εξαιτίας της συγγραφής του αυτής, διαγράφτηκε από το Κ.Κ.Ε. και απομακρύνθηκε, γενικότερα, από το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα όπου ήταν και διευθυντής. Κατά την περίοδο 1946-1962, διέμενε στον Πειραιά, όπου το 1955 εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος (1955-1959). Υπήρξε σημαντική η συμβολή του από τη θέση αυτή στην αναβάθμιση της πόλης κυρίως σε πολιτιστικό επίπεδο (ίδρυση Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, Ιστορικού Αρχείου, Φιλαρμονικής Πειραιώς, Δημοτικής Πινακοθήκης). Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ο Βρεττάκος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία, από όπου ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης. Επίσης, τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη», το οποίο εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη το 1969. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974 και εγκαταστάθηκε, από εκεί και πέρα, μόνιμα στην Αθήνα. Τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο Ουράνη και δώδεκα χρόνια αργότερα ανακηρύχθηκε μέλος της. Επίσης αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, προτάθηκε τέσσερις φορές για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Τιμήθηκε από πολλούς δήμους σε όλη την Ελλάδα και ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Γιώργο Βαλέτα το 1984, όπως επίσης επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά κ.ά.