«Από το κλίμα της ανίας και της φυγής στην προετοιμασία και την καθιέρωση του μοντερνισμού»
Η πρώτη μεσοπολεμική δεκαετία (1920-1930) μπορεί να είναι μάλλον φτωχή σε νέες, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, παρουσίες στον χώρο της ποίησης, δεν παύει, ωστόσο, να αποτελεί ένα ενδιάμεσο, στη βαριά έως και ζοφερή ατμόσφαιρα του οποίου κυοφορούνται συνθήκες πρόσφορες για την ανάδειξη του καινούριου. Εγγύηση γι` αυτό αποτελούν οι ποιητές που έκαναν την εμφάνισή τους λίγα χρόνια πριν, ανάμεσα στα 1910 και στα 1920 (Ρώμος Φιλύρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κώστας Ουράνης, Κ. Γ. Καρυωτάκης, Νίκος Χάγερ-Μπουφίδης, Τέλλος Άγρας, Μήτσος Παπανικολάου), και οι οποίοι τώρα διανύουν την περίοδο της πρώιμης έστω ωριμότητας, ωθούμενοι προς αυτήν τόσο από εσωτερικούς -ιδιοσυκρασιακής υφής- όσο και από εξωτερικούς -κοινωνικούς και ιστορικούς- παράγοντες: ποιητές του 1920.
Είναι οι ποιητές που απαλλαγμένοι από το βάρος της Μεγάλης Ιδέας παρουσιάζονται πρόθυμοι να απορροφήσουν τα νέα αισθητικά ρεύματα, ιδίως τα προερχόμενα από τη Γαλλία. Αυτοί που κομίζουν με το έργο τους έναν εντελώς άγνωστο ως εκείνη τη στιγμή τόνο -όλοι μαζί αλλά και ο καθένας χωριστά- αποτελούν φορείς μιας «νέας ευαισθησίας», δημιουργώντας την αθηναϊκή σχολή του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού.
Τα ταραγμένα χρόνια της νεότητάς τους, με τις αισιόδοξες και τις απαισιόδοξες τροπές και ανατροπές των γεγονότων και των συνακόλουθων καταστάσεων (επανάσταση του Γουδή, 1909, Βαλκανικοί Πόλεμοι, προσάρτηση των Ιωαννίνων, της Θεσσαλονίκης, της Χίου, της Σάμου, της Μυτιλήνης και της Κρήτης, Μικρασιατική Εκστρατεία, Καταστροφή και προσφυγιά, 1919-1922), δεν φαίνεται να επιδρούν στην ποίησή τους, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο. Το στοιχείο που περισσότερο απ` όλα τους χαρακτηρίζει και τους ενώνει, παρά τις όποιες διαφορές τους, είναι η αίσθηση της ανίας και η ανάγκη της φυγής, καθώς και «το βάρος της ύπαρξης». [...]