Κατά την περίοδο 1925-1929 εισχωρεί στον υπερρεαλιστικό κύκλο, αναπτύσσοντας φιλία με τους υπερρεαλιστές Αντρέ Μπρετόν, Λουί Αραγκόν, Ρομπέρ Ντεσνός και Υβ Τανγκύ. Από τον υπερρεαλισμό ο Πρεβέρ θα κρατήσει μόνο τα στοιχεία εκείνα, που σε συνδυασμό με τη ρομαντική του διάθεση, θα του επιτρέψουν να σκιαγραφήσει τον ποιητικό ρεαλισμό της εποχής του, προσπαθώντας συγχρόνως να ανανεώσει την προφορική λαϊκή ποίηση της Γαλλίας.
Την περίοδο 1932-1936 συνεργάστηκε στα θεατρικά δρώμενα μιας ομάδας πολιτικά στρατευμένων συγγραφέων, ονομαζόμενης «Οκτώβρης». Ακολούθως έγραψε σενάρια και διαλόγους για γνωστές ταινίες του γαλλικού κινηματογράφου, όπως "Το έγκλημα του κυρίου Λανζ" (Le crime de M. Lange, 1935) του Ζαν Ρενουάρ, Γελοίο δράμα (Drôle de drame, 1937), Το λιμάνι των αποκλήρων (Quai des brumes, 1938), Ξημερώνει (Le jour se lève, 1939), Οι επισκέπτες της νύχτας (Les visiteurs du soir, 1942), Τα παιδιά του Παραδείσου (Les enfants du paradis, 1944) και Οι πόρτες της νύχτας (Les portes de la nuit, 1946) του Μαρσέλ Καρνέ.
Το 1946 κυκλοφορούν δύο ποιητικές συλλογές του, πρώτα οι Κουβέντες (Paroles) και στη συνέχεια οι Ιστορίες (Histoires).
Ακολουθούν οι συλλογές Θέαμα (Spectacle, 1951), Μεγάλος χορός της Άνοιξης (Grand bal du printemps, 1951), Η βροχή και η καλοκαιρία (La pluie et le beau temps, 1955), Κυκεώνας (Fatras, 1966, εικονογραφημένη με κολάζ του ίδιου του Πρεβέρ), Ιστορίες και άλλες ιστορίες (Histoires et d’autres histoires, 1963), Πράγματα και άλλα (Choses et autres, 1972), Εβδομαδιαία (Hebdomadaires, 1972) και Νυχτερινός ήλιος (Soleil de nuit, 1980, μετά θάνατον).
Παράλληλα, πολλά ποιήματα του Πρεβέρ, όπως η «Μπαρμπαρά», μελοποιήθηκαν από τον συνθέτη Ζοζέφ Κοσμά, ερμηνεύτηκαν από γνωστούς καλλιτέχνες, όπως ο Υβ Μοντάν και η Ζυλιέτ Γκρεκό και αγαπήθηκαν από το διεθνές κοινό.