Το βιβλίο της Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν με τον τίτλο «Μίλενα από την Πράγα» (1963), εξέχον δείγμα της στρατοπεδικής γραμματείας, έχει ασυνήθιστη δομή, καθώς εμπεριέχει και την πρώτη βιογραφία της Μίλενα Γιέσενσκα.
Η αφήγηση της Μπούμπερ-Νόυμαν, εστιάζοντας στο χρονικό της φιλίας της με τη Μίλενα, που καλλιεργήθηκε μέσα στη σκληρή καθημερινότητα του ναζιστικού στρατοπέδου του Ράβενσμπρουκ όπου βρέθηκαν έγκλειστες, επιτυγχάνει τελικά διπλό στόχο: Ως στρατοπεδική μαρτυρία, παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τη ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των κρατουμένων, με αποκορύφωμα τη μετατροπή του Ράβενσμπρουκ από στρατόπεδο εργασίας σε στρατόπεδο εξόντωσης. Ως βιογραφία, ανατρέχει στα χρόνια της νεότητας και της ωριμότητας της Μίλενα στη γενέθλια Πράγα, αλλά και στη Βιέννη, αναδεικνύοντας την αντισυμβατική προσωπικότητά της. Και επειδή στη ζωή της Μίλενα το ατομικό και το συλλογικό ήταν συνυφασμένα, η αφήγηση εξελίσσεται σε τοιχογραφία των ιδεολογικών, πολιτικών και καλλιτεχνικών τάσεων κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, τότε που το όραμα της επανάστασης συμβάδιζε με τα οράματα των πρωτοποριακών κινημάτων στον χώρο της τέχνης.
Ένας άλλος «Κόσμος του Χθες», εξίσου συναρπαστικός με εκείνον του Στέφαν Τσβάιχ, αναδύεται από τις σελίδες του βιβλίου, ο κόσμος της Κεντρικής Ευρώπης που γνώρισε πρωτόφαντη πολιτιστική άνθηση τα χρόνια του Μεσοπολέμου, προτού αφανιστεί πίσω από τις πύλες των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Αυτόν τον κόσμο επιχειρεί να ανασυστήσει η παρούσα έκδοση, στην οποία το κείμενο της Μπούμπερ-Νόυμαν πλαισιώνεται με βιογραφικά σημειώματα των σημαντικότερων ανθρώπων που συνάντησε η Μίλενα στη ζωή της.
«Στο τέλος του 20ού αἰώνα, [η Μπούμπερ-Νόυμαν] φαντάζει στα μάτια μας ως ο πιο χαρακτηριστικός μάρτυρας της μάστιγας που κυριάρχησε στην πολιτική της Ευρώπης, δηλαδή του ολοκληρωτισμού».
Τσβετάν Τοντόροφ
«Ως στρατοπεδική μαρτυρία, το κείμενο της Μπούμπερ-Νόυμαν παρουσιάζει ωστόσο αξιοσημείωτες ιδιαιτερότητες. Η διπλή εμπειρία της, πρώτα από τα σοβιετικά και κατόπιν από τα ναζιστικά στρατόπεδα, μοναδική στα χρονικά της στρατοπεδικής γραμματείας, έχει απαλλάξει τη ματιά της από ιδεολογικές αναστολές και μανιχαϊκές απλουστεύσεις. Μεταξύ άλλων, η συγγραφέας κάνει λόγο για αφανείς κατηγορίες κρατουμένων, όπως οι μάρτυρες του Ιεχωβά, οι Τσιγγάνοι, οι ομοφυλόφιλοι, οι ποινικοί κ.ά. Με ιδιαίτερη παρρησία, η Μπούμπερ-Νόυμαν, υπερβαίνοντας και ένα άλλο θέμα ταμπού, αναφέρεται στη σεξουαλικότητα και τον ερωτισμό, όπως είδε να βιώνονται καθημερινά από τις κρατούμενες του στρατοπέδου. Τέλος, φέρνει στο φως τις σχέσεις, συχνά εχθρικές και ανταγωνιστικές, ανάμεσα στις διαφορετικές εθνοτικές και πολιτικές ομάδες κρατουμένων.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι αυτή η οξυδερκής και ρεαλιστική καταγραφή έχει ως παρακαταθήκη τη «φιλότητα» και, εντέλει, ως αποτέλεσμα μια διαφορετική διαχείριση της στρατοπεδικής μνήμης.
Αδριανή Δημακοπούλου
Η Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν, το γένος Τύρινγκ, γεννήθηκε στο Πότσνταμ το 1901. Από νωρίς ελκύεται από τις ιδέες της αριστεράς και το 1926 προσχωρεί στὸ ΚΚ Γερμανίας. Εξαιτίας των φρονημάτων και της πολιτικής της δράσης χάνει την επιμέλεια των δύο κοριτσιών που απέκτησε από τον σύντομο γάμο της με τον Ράφαελ Μπούμπερ. Το 1929 συναντά τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, τον Χάιντς Νόυμαν, εξέχον στέλεχος της Κομμουνιστικής Διεθνούς, και τον ακολουθεί στη σοβιετική Ρωσία, στην Ισπανία κ.α. Στην τελευταία, ωστόσο, αναγκαστική μετάβασή τους στη Σοβιετική Ένωση τίποτα δεν είναι ὅπως πρίν. Θα ζήσουν τις δίκες της Μόσχας, σε μια ατμόσφαιρα καταδόσεων, φόβου και υποψίας, μέχρι τη σύλληψη και τη φυλάκιση του Νόυμαν, λόγω «φραξιονιστικών» θέσεων, τον Απρίλιο του 1937. Η Μαργκαρέτε θα πληροφορηθεί την ακριβή ημερομηνία εκτέλεσης του συντρόφου της πολύ αργότερα. Συλλαμβάνεται και η ίδια και το 1939 εκτοπίζεται στο στρατόπεδο της Καραγκάντα, στις στέπες του Καζακστάν, όπου και θα παραμείνει μέχρι την παράδοσή της από τους Σοβιετικούς στους Ες Ες, το 1940. Ακολουθεί ο εγκλεισμός της στο ναζιστικό στρατόπεδο του Ράβενσμπρουκ, όπου τον Οκτώβριο του 1940 θα συναντήσει τη Μίλενα Γιέσενσκα. Οι δύο γυναίκες θα συνδεθούν, μέσα στον ζόφο του στρατοπέδου, με βαθιά και τρυφερή φιλία που θα διαρκέσει μέχρι τον θάνατο της Μίλενα το 1944.
Έχοντας βιώσει στα χρόνια της νιότης την έξαρση της στράτευσης και τη συντριβή των επαναστατικών προσδοκιών, με το μοναδικό «προνόμιο» να έχει ζήσει την εμπειρία των στρατοπέδων και των δύο ολοκληρωτικών καθεστώτων, η Μπούμπερ-Νόυμαν θα θεωρήσει στο εξής χρέος της να καταδείξει τις ομοιότητές τους.
Τα χρόνια μετά τον πόλεμο θα αφοσιωθεί στο συγγραφικό και το δημοσιογραφικό της έργο, ενώ παράλληλα θα αναπτύξει πλούσια ακτιβιστική δράση. Θα δώσει πολυάριθμες διαλέξεις και θα λάβει μέρος, το 1950, στο Συνέδριο για την Πολιτισμική Ελευθερία (CCF). Συγχρόνως οργανώνει την Επιτροπὴ Απελευθέρωσης Θυμάτων Αυθαιρεσίας του Ολοκληρωτισμού, ενώ το 1951 ιδρύει το Ινστιτοῦτο Πολιτικής Παιδείας και αρχίζει να εκδίδει το μηνιαίο περιοδικό, πολιτικής κυρίως ύλης, Ακτσιόν (Aktion). Η Μπούμπερ-Νόυμαν θα πεθάνει στις 6 Νοεμβρίου 1989, τρεις ημέρες πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.
Σημαντικότερα έργα της: Φυλακισμένη του Στάλιν και του Χίτλερ: Ένας κόσμος στο σκοτάδι, 1949· Πεδία μαχών της παγκόσμιας επανάστασης, 1967· Η σβησμένη φλόγα. Πεπρωμένα της εποχής μου, 1976· «Ελευθερία, είσαι και πάλι δική μου...». Ο αγώνας για την επιβίωση, 1978, κ.ά.