Ποίηση δεν είναι ό,τι χάνεται στη μετάφραση, όπως έχει λεχθεί. Και στη γλώσσα του πρωτοτύπου και στην αλλοδαπή έχουμε ένα ποίημα: άλλοτε καλύτερο, άλλοτε χειρότερο από το άλλο του πρόσωπο. Η ποίηση χάνεται στον παράσιτο λόγο που, μιλώντας μια ξένη προς τη δική της γλώσσα, ασχολείται μαζί της, τη χρησιμοποιεί και την υποβιβάζει, αν δεν την καταργεί, ακόμα κι όταν οι προθέσεις του είναι αγαθές. Αν κάτι ενοχλείται από τη μετάφραση, δεν είναι η ποίηση, αλλά η αυτάρκεια του ποιήματος. Θεωρώ αυτονόητη την ιδιοτροπία των ανθολογιών. Δεν συνιστούν υπόδειξη αλλά αδιάψευστη επιλογή όπως, πιστεύω, και η διαδικασία που οδηγεί στη γραφή του ποιήματος. Στην προκειμένη περίπτωση, η επιλογή δεν εξάντλησε καν τους κόπους της. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]