Εγώ σε βουνό φυτεύτηκα μα φύτρωσα σε κάμπο. Οι γονείς μου —Αντώνης και Αικατερίνη Μπόκα— με έφεραν στον κόσμο στις 13 Φλεβάρη 1956 παραχειμάζοντας στα περίχωρα του Αιτωλικού Μεσολογγίου. Ο Σεπτέμβρης του 1962 με βρήκε πρωτοετή μαθητή Δημοτικού στο ξωκλήσι του Άϊ Θανάση, δυο χιλιόμετρα νότια του νησιού. Το εντονότερο οδοιπορικό ταξίδι απ’ τον κάμπο στο βουνό έγινε τον Μάρτη 1963 και το ονομάζω έτσι γιατί ήταν και το τελευταίο. Έκτοτε ριζώσαμε ολόκληρο τον καιρό στο αγαπημένο μας χωριό Σύγκρελο Ευρυτανίας. Αυτή ήταν η χρονιά που πρωτογνώρισα το Χειμώνα. Οι εμπειρίες της Άνοιξης, του δροσερού Καλοκαιριού και του βροχερού Φθινοπώρου, φώλιασαν στη μνήμη μου απ’ τα πρώιμα παιδικά μου χρόνια. Εκεί συνέχισα και τέλειωσα το Δημοτικό σχολείο. Σε αυτό το χωριό μεγάλωσα και γαλουχήθηκα στο νόημα της ζωής. Στον τόπο και στον κόσμο της καρδιάς μου. Ακολούθησε το Γυμνάσιο με τρία χρόνια θητείας στη Δομνίτσα και η πρώτη Λυκείου στο Καρπενήσι, επιστρέφοντας σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο και καλοκαίρια στο χωριό μου. Πήρα το απολυτήριο απ’ το Β’ Αρρένων Αθηνών το 1974 που μεταγράφηκα εκεί λόγω ανωτέρας ανάγκης… Το φθινόπωρο του ίδιου έτους με βρήκε στο Δασολογικό τμήμα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου μέχρι τα Χριστούγεννα του ’78 δέθηκα ψυχολογικά με τη φτωχομάνα, προτού αποφασίσω να επισκεφθώ τις Η.Π.Α. όπου και παραμένω μέχρι και σήμερα. Δίχως να έχω μετανιώσει από επαγγελματικής πλευράς. Καμιά φορά η επιτυχία κρύβεται στα μάτια μιας σεμνής δεκαεξάχρονης κοπέλας που γνωρίζεις κι ερωτεύεσαι. Η ιστορία άρχισε το 1976 όταν η Ελένη Ι. Καρακώστα εμφανίστηκε στη ζωή μου. Η ίδια, τα τρία μας παιδιά, τα έξι μας εγγόνια είναι ο αναντικατάστατος πλούτος που απέκτησα και τα 13 χειρόγραφα ποιητικά μου έργα —μέχρι στιγμής— αποτελούν τον πνευματικό μου θησαυρό. Δώδεκα εύπορα πνευματικά χρόνια στην πατρίδα και 45 απόδημα, μπόρεσαν να αποταμιεύσουν (χαρές και λύπες, δυσκολίες και λαχτάρες, καημούς κι επιθυμίες, όνειρα κι εμπειρίες ολόκληρης ζωής) μέσα σ’ αυτά τα βιβλία.
Πιστεύω έστω κι εκπρόθεσμα να μπορέσω να μοιραστώ με φίλους και πατριώτες αναγνώστες, με του Θεού βοήθεια. Μιλώ για αντιλήψεις καημούς κι επιθυμίες, όνειρα και βλέψεις, για την ομαλοποίηση της πολυτάραχης ζωής που ζούμε: σαν άτομα, κοινωνία, Έθνος και οικουμενική Ύπαρξη. Η εκτίμηση για το μόχθο του τίμιου εργάτη και πολίτη η απαράμιλλη αγάπη για τον τόπο μου, το δίκαιο και το σωστό, τα αδέλφια μου, συγγενείς και φίλους, και την καρδιοκλέφτρα πατρική μου γη: ΗΤΑΝ, ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΘΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΕΙ όσο ζω ακίβδηλη. Γιατί παρότι απόδημος, νοερά και συναισθηματικά είμαι πάντα δεμένος μαζί τους.