Η Καρίνα Λάμψα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954. Αποφοίτησε από την Ecole Internationale της Γενεύης και συνέχισε τις σπουδές της στη Γαλλία, αποκτώντας πτυχίο Ιστορίας και Κοινωνικών Επιστημών από το Πανεπιστήμιο Paris I της Σορβόννης. Αρχισε τη δημοσιογραφική της σταδιοδρομία εργαζόμενη στο γραφείο Τύπου της Ελληνικής Πρεσβείας στο Παρίσι από το 1976 και το 1982 εργάστηκε στην εφημερίδα «Εθνος», στο ελεύθερο ρεπορτάζ. Το 1986 ανέλαβε, στην ίδια εφημερίδα, το ρεπορτάζ του υπουργείου Εξωτερικών έως το 1994. Εκτοτε ξεκίνησε τη μακρόχρονη συνεργασία της με την εφημερίδα «Ναυτεμπορική» στο πολιτικό ρεπορτάζ, ενώ παράλληλα εργάστηκε και στον περιοδικό Τύπο.
Η «Ναυτεμπορική» υπήρξε και η τελευταία εφημερίδα στην οποία εργάστηκε. Μετά τη συνταξιοδότησή της στράφηκε στην ιστορική έρευνα, στη συγγραφή και στη μετάφραση. Ανέπτυξε πλούσιο μεταφραστικό έργο, καθώς μιλούσε άπταιστα γαλλικά, αγγλικά και γερμανικά, κατακτώντας το βραβείο μετάφρασης γερμανόφωνης λογοτεχνίας για το μυθιστόρημα «Νομίζω την έλεγαν Εστερ» της Κάτια Πετρόφσκαγια (εκδ. Καπόν).
Το θέμα του Εβραϊσμού την απασχόλησε στις μακρόχρονες ιστορικές της έρευνες. Χωρίς να έχει εβραϊκή καταγωγή, αλλά περισσότερο εκκινώντας από μια οικογενειακή ευαισθησία απέναντι στη φρίκη του Ολοκαυτώματος και στην ενεργό αντίσταση στις προκαταλήψεις εναντίον των Εβραίων και στους αρνητές της μαζικής εξόντωσης, η Λάμψα έστρεψε το ενδιαφέρον της στη μελέτη της εβραϊκής περιπέτειας ανά τους αιώνες στην Ευρώπη. Σε συνεργασία με τον Ιακώβ Σιμπή, Εβραίο της Θεσσαλονίκης με καταγωγή από εξέχουσα οικογένεια στην εβραϊκή κοινότητα της πόλης, έγραψε διάφορες μελέτες. Η «σιωπή του κόσμου, η αντίσταση στα γκέτο και τα στρατόπεδα», το οποίο αναφέρεται στους Ελληνες Εβραίους στα χρόνια της Κατοχής (εκδ. Καπόν, 2012) βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών.
Στις έρευνές της οφείλουμε την εμπεριστατωμένη εξιστόρηση των γεγονότων του παρελθόντος και ειδικά όσων σχετίζονται με την περιπέτεια των Σεφαραδιτών της Μεσογείου, ξεκινώντας από το 1492 και τους διωγμούς που υπέστησαν οι Εβραίοι της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, για να καταλήξει στην Ελλάδα και στη Θεσσαλονίκη, στον κυριότερο τόπο μαζικής εγκατάστασης των διωκομένων.