Ο ινδός ποιητής Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ ήταν γόνος επιφανούς οικογένειας της Δυτικής Βεγγάλης. Γεννήθηκε το 1861 στην Καλκούτα και δέχθηκε τη βασική εκπαίδευση στο σπίτι, στη βεγγαλική γλώσσα, με μαθήματα αγγλικών τα απογεύματα. Γνώρισε από μικρός το έργο Ινδών ποιητών που έγραψαν στην ίδια γλώσσα και, σε ηλικία οκτώ ετών, συνέθεσε τα πρώτα του ποιήματα. Αργότερα ο πατέρας του -ο μεταρρυθμιστής ινδουιστής μαχαρίσι Ντεμπεντρανάθ Ταγκόρ- τον έστειλε στην Αγγλία για να σπουδάσει δικηγόρος, όπου παρακολούθησε, μεταξύ άλλων, τις φιλελεύθερες διαλέξεις των John Bright και W.E. Gladstone. Το 1879 γράφτηκε στο University College του Λονδίνου, την επόμενη χρονιά όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να επιστρέψει στην Ινδία, μετά από παράκληση του πατέρα του. Το 1883 παντρεύτηκε τη δεκάχρονη Bhabatarini, που διάλεξε γι αυτόν η οικογένειά του, με την οποία επρόκειτο να αποκτήσει τέσσερα παιδιά -το πρώτο στα 13 της χρόνια. Από το 1890 αφοσιώνεται στη διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας.
Την ίδια εποχή εκδίδονται οι πρώτες του ποιητικές συλλογές ("Manasi", 1890, "Chitra", 1895, και "Sonar Tari", 1895), γραμμένες σε απλή βεγγαλική γλώσσα και όχι στην περίτεχνη γλώσσα των λογοτεχνικών έργων. Το 1901 ιδρύει την περίφημη σχολή Shantiniketan, κοντά στην Καλκούτα, με μια ομάδα από ινδουιστές και χριστιανούς δασκάλους, με στόχο τη "διδασκαλία της απλότητας της ζωής και την καλλιέργεια της ομορφιάς". Το 1912 η αγγλική μετάφραση, από τον ίδιο, του έργου του "Gitanjali" εκδίδεται στην Αγγλία με τίτλο "Song Offerings" και φροντίδα του Γ. Μπ. Γέητς. Ταξιδεύει στη Μ. Βρετανία και στις ΗΠΑ για έναν κύκλο διαλέξεων. Την επόμενη χρονιά, το 1913, του απονέμεται το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Τα χρήματα του βραβείου διατίθενται για τη βελτίωση των συνθηκών στη σχολή Shantiniketan. Εκτός από τη λογοτεχνία, ο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και με τη μουσική και έκανε εκθέσεις έργων του στη Δύση. Ανάμεσα στους μαθητές του περιλαμβάνεται ο γνωστός Ινδός σκηνοθέτης του κινηματογράφου Σατιαζίτ Ρέι, που επηρεάστηκε βαθιά από τη διδασκαλία του. Δεν αναμίχθηκε στην ενεργό πολιτική, αλλά αντίθετα, με τη ζωή και το έργο του, προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Πέθανε το 1941 στην Καλκούτα, μετά από σύντομη αρρώστια, στο ίδιο σπίτι όπου είχε γεννηθεί.