Γεννήθηκε στο Κλάγκενφουρτ, στο αυστριακό κρατίδιο της Καρινθίας. Μελέτησε φιλοσοφία, ψυχολογία, Γερμανική φιλολογία και νομική στα πανεπιστήμια του Ίνσμπουργκ, Γκρατς και Βιέννης. Το 1949 ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Φιλοσοφίας από το πανεπιστήμιο της Βιέννης για τη διατριβή της με τίτλο Η κριτική κατανόηση της υπαρξιακής φιλοσοφίας του Μάρτιν Χάιντεγκερ.Σύμβουλος διατριβής ήταν ο Βίκτορ Κραφτ. Μετά την αποφοίτησή της, η Μπάχμαν εργάστηκε ως σεναριογράφος και συντάκτρια στον συμμαχικό ραδιοσταθμό Rot-Weiss-Rot, ένα επάγγελμα το οποίο την βοήθησε να αποκτήσει συνολική γνώμη για τη σύγχρονη λογοτεχνία, ενώ της παρείχε αρκετό εισόδημα ώστε να μπορεί να εργαστεί ως συγγραφέας. Επιπλέον, τα πρώτα ραδιοφωνικά δράματα δημοσιεύθηκαν από τον σταθμό. Σε αυτήν την περίοδο ήρθε σε επαφή με τον Χανς Βάιγκελ και τον συγγραφικό κύκλο γνωστό ως Ομάδα 47,της οποίας μέλη ήταν οι Ίλσε Έσινγκερ, Πάουλ Σέλαν, Χάινριχ Μπελ, Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι και Γκύντερ Γκρας.
Το 1953 μετακόμισε στη Ρώμη, όπου πέρασε τον περισσότερο χρόνο γράφοντας ποιήματα, δοκίμια και σύντομες ιστορίες, καθώς και λιμπρέτα σε συνεργασία με τον Χανς Βέρνερ Χέντζε, τα οποία γρήγορα τους απέφεραν διεθνή φήμη και πολυάριθμα βραβεία. Η σχέση της με τον Ελβετό συγγραφέα Μαξ Φρις (1911-1991) επηρέασε την απεικόνιση του δεύτερου πρωταγωνιστή στο μυθιστόρημα του Φρις Gantenbein. Η απιστία του Φρις είχε ως αποτέλεσμα το χωρισμό τους το 1962, ο οποίος είχε σημαντικό αντίκτυπο στην Μπάχμαν.
Τη νύχτα τις 25/26 Σεπτεμβρίου 1973 εκδηλώθηκε πυρκαγιά στη κρεβατοκάμαρά της και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Σαν' Ετζένιο, Ρώμη, για θεραπεία. Οι τοπικές αρχές απέδωσαν την πυρκαγιά σε αναμμένο τσιγάρο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής παρουσίασε στερητικό σύνδρομο από κατάχρηση βαρβιτουρικών. Οι θεράποντες ιατροί δεν γνώριζαν αυτή τη συνήθειά της και μπορεί να οδήγησε στο θάνατό της στις 17 Οκτωβρίου 1973. Ετάφη στο κοιμητήριο Άνναμπιχλ, στο Κλάγκενφουρτ.
Προς τιμήν της θεσπίστηκε το 1977 το βραβείο Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, το οποίο απονέμεται κάθε χρόνο στο Κλάγκενφουρτ, στο φεστιβάλ γερμανόφωνης λογοτεχνίας.
Κατά τη διάρκεια της ζωής της, η Μπάχμαν ήταν κυρίως γνωστή για τις δύο ποιητικές συλλογές, Die gestundete Zeit και Anrufung des Grossen Bären. Μετά το θάνατό της έγινε δημοφιλής στους φεμινιστές αναγνώστες, ενώ η ενασχόληση φεμινιστών ακαδημαϊκών με το έργο της οδήγησε σε ένα κύμα μελέτης της τράβηξε την προσοχή και προς το υπόλοιπο έργο της.
Η λογοτεχνική δουλειά της Μπάχμαν εστιάζει σε θέματα όπως τα προσωπικά όρια, η στοιχειοθέτηση της αλήθειας και η φιλοσοφία της γλώσσας, το τελευταίο στην παράδοση του Αυστριακού φιλόσοφου Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν. Πολλά από τα έργα της αφορούν την πάλη των γυναικών για επιβίωση και για να έχουν φωνή στην μεταπολεμική αυστριακή κοινωνία. Στις ιστορίες της αντιμετωπίζει επίσης την ιστορικότητα του ιμπεριαλισμού και του φασισμού, και συγκεκριμένα, την επιμονή των ιμπεριαλιστικών ιδεών στο παρόν. Στη διδακτορική διατριβή της εκφράζει την αυξανόμενη απογοήτευσή της στον Χαϊντεγκεριανό υπαρξισμό, κάτι που επιλύθηκε μερικώς από το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον Βιτγκενστάιν, του οποίου το Tractatus Logico-Philosophicus επηρέασε σημαντικά τη σχέση της με τη γλώσσα.Πηγή: https://el.wikipedia.org/