Το αύριο είναι χθες
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-231-267-4
Εκδόσεις Βακχικόν, Αθήνα, 11/2025
1η έκδ. || Νέα
Γλώσσα: Ελληνική, Νέα
Ενιαία τιμή έως 26/5/2027
€ 14.84 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
14 x 21 εκ., 318 σελ.
Περιγραφή
Για δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια, η Σοφία ζει μακριά από τη γενέτειρά της. Μια συγκυρία της ζωής θα τη φέρει και πάλι πίσω στον τόπο της. Στο πατρικό της σπίτι δεν μένει πια κανείς. Εκεί, η ίδια θα έρθει αντιμέτωπη με το παρελθόν της, με ένα επώδυνο γεγονός που μοιάζει να την έχει ταράξει συθέμελα.

Σύντομα, θα γνωρίσει τυχαία τον Θέμη, ο οποίος θα τη βοηθήσει να δει τα περασμένα από άλλη σκοπιά. Στην προσπάθειά της να γεφυρώσει το παλιό με το καινούριο, η Σοφία θα αναγκαστεί να διαχειριστεί κομμάτια του εαυτού της και μπερδεμένα συναισθήματα. Το ταξίδι αυτό, γεμάτο αγωνία, φόβο, μα και αγάπη, θα την κάνει να δει τα χρόνια που έφυγαν με άλλα μάτια, ανακαλύπτοντας παράλληλα την τωρινή εκδοχή της.

Στο Αύριο είναι χθες, η Κατερίνα Γαλιάτσου προσφέρει στον αναγνώστη μια ηρωίδα που, περνώντας από τις συμπληγάδες της καθημερινότητας, αγκαλιάζει το τραύμα της, βρίσκει την ισορροπία μέσα της, απελευθερώνεται. Αυτό δεν επιζητούμε όλοι;

Ξεκλείδωσε την πόρτα. Μπαίνοντας πέταξε μηχανικά τα κλειδιά στα δεξιά της. Έκαναν θόρυβο πέφτοντας στο κρυστάλλινο τασάκι. Το σπίτι μύριζε κλεισούρα. Έσπρωξε μέσα τις βαλίτσες της κι άφησε την πόρτα να κλείσει πίσω της με τον γνώριμό της τρόπο.

Έμεινε για λίγο ακίνητη και έριξε μια ματιά τριγύρω. Όλα ήταν στη θέση τους, τα έπιπλα καλυμμένα με κολλαρισμένα τραπεζομάντιλα που είχαν σιδερωθεί κάποτε παλιά και τώρα μάζευαν σκόνη. Πάνω στο έπιπλο κάτω από τον καθρέφτη της εισόδου αφημένος ένας λογαριασμός κοινοχρήστων. Σίγουρα θα τον είχε πληρώσει, αλλά δεν θυμόταν, έπρεπε να το ελέγξει. Πήγε στην κουζίνα, ξεκλείδωσε την μπαλκονόπορτα τραβώντας τους πίρους και άνοιξε. Κουτσουλιές από περιστέρια ήταν κολλημένες παντού, όμως το τασάκι πάντα στη θέση του – πάνω στο ξύλινο ντουλάπι που είχε φτιάξει ο παππούς της με τα χέρια του και παλιά έβαζαν μέσα τη μαναβική της εβδομάδας για να μην μπουκώνουν το ψυγείο. Το μπαλκόνι έβλεπε στην πίσω πλευρά, μα αν έστριβες το κεφάλι λίγο προς τα δεξιά, αντίκριζες ένα κομμάτι θάλασσα. Έμεινε λίγο να χαζέψει το νερό και την κίνηση εκείνου του σημείου της πόλης που της φάνηκε νωθρή.

Πήρε το τασάκι και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας. Άναψε το τσιγάρο της και έπαιξε για λίγο με το κινητό της. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Μόνο η αποκάτω ακουγόταν, που είχε βγει στο μπαλκόνι της κουζίνας και κάτι ανακάτευε – ακούγονταν γδούποι. Είχε ξεχάσει πόσο άξεστοι ήταν και αυτοί του έκτου και αυτοί του όγδοου ορόφου. Η θερμοκρασία του σπιτιού ήταν τουλάχιστον πέντε βαθμούς υψηλότερη από την εξωτερική, κι αυτό έκανε τον ιδρώτα να στάζει από τους κροτάφους και την πλάτη της.

Άνοιξε τη βρύση της κουζίνας κι εκείνη έφτυσε κάμποσες φορές με δύναμη καφέ νερό χωμάτινο, προτού αρχίσει να τρέχει κανονικά. Την άφησε να τρέχει αρκετή ώρα και στο μεταξύ έβαλε το ψυγείο στην πρίζα και ρύθμισε τη λειτουργία του. Ύστερα έβαλε ένα ποτήρι δροσερό νερό από τη βρύση και το ήπιε γρήγορα. Το ψυγείο αργούσε ακόμα να πάρει μπροστά.

Πήγε στο πίσω μέρος του σπιτιού, όπου βρίσκονταν τα υπνοδωμάτια. Αφαίρεσε και από αυτά τα παράθυρα τους πίρους και άνοιξε διάπλατα. Οι κουρτίνες ανέμισαν άγρια και με μια απότομη κίνηση τις τράβηξε στο πλάι αφήνοντας τον αέρα να μπει στο σπίτι, να φρεσκάρει την ατμόσφαιρα και ν’ ανακατέψει τη σκόνη. Περπάτησε από το πίσω μέρος του σπιτιού μέχρι μπροστά, και πάλι πίσω με πολύ αργά βήματα.

Ζεστός αέρας φυσούσε στον μακρύ διάδρομο που ένωνε τα δύο μέρη του σπιτιού μεταφέροντας τη σκόνη και τις μυρωδιές από το ένα δωμάτιο στο άλλο· θα έπαιρνε μέρες μέχρι να τις ξεφορτωθεί. Πρέπει να καθαρίσω, να τακτοποιήσω, να αλλάξω, να βάψω, να γκρεμίσω, να αδειάσω, σκέφτηκε η Σοφία. Ένωσε τα χέρια πίσω από το κεφάλι της και κλείνοντας τα μάτια τα είδε ανεξέλεγκτα να πετούν με δύναμη τα βιβλία από τις βιβλιοθήκες, να σκίζουν τα στρώματα, να αδειάζουν τις ντουλάπες στο πάτωμα, να σπάνε οτιδήποτε γυάλινο. Ευχήθηκε να μπορούσε να βάλει φωτιά να το κάψει, να χαθούν όλα, να μη μύριζε, να είναι λευκό, να το φτιάξει από την αρχή.

Όχι. Ήταν τόσες οι αναμνήσεις. Κάποιες μπορεί να ήταν και καλές. Ξέπλεξε τα δάχτυλά της κι έκλεισε τα παντζούρια, αφήνοντας τα παράθυρα ανοιχτά από μέσα. Άρπαξε τα κλειδιά της και βγήκε. Πριν απ’ όλα, χρειαζόταν έναν παγωμένο καφέ και κάτι να φάει.


Add: 2025-11-26 10:55:50 - Upd: 2025-11-26 11:07:20