Σε φίλους-συνοδοιπόρους, με τους οποίους μας ενώνουν «ομφάλιες λέξεις», καθώς και σε ανθρώπους «καθαγιασμένους και κολασμένους».
Σε θυελλώδεις έρωτες, σώματα-ήλιους, μα και σε νύχτες «πυθικές».
Σε όνειρα και μνήμες πυρίκαυστες, μα και σε εφιάλτες.
Όλα αυτά δοσμένα με συμπύκνωση, στίχους λακωνικούς, αισθησιακούς, ερωτικούς· πυρακτωμένους στίχους, που πυρπολούν τις συμβάσεις με τον πυρσό του κατακόκκινου έρωτα.
Ενίοτε με διάθεση φιλοσοφική (βλ.και υπότιτλο), άλλοτε με ειρωνεία και σαρκασμό, άλλοτε με λυρισμό και με μια γραφή συχνά στα όρια της πεζολογίας, η ποιήτρια μάς ταξιδεύει στους δρόμους του επέκεινα και των ιδεών, αλλά και του βιωμένου χρόνου, του πάνδημου έρωτα, της πραγματικότητας, της «πυρακτωμένης» μνήμης, της ηδονής και του πόνου. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για μια περιδιάβαση στον δρόμο της «Ηδονολατρίας και της χαρμοδύνης». Ούτως ή άλλως, «η ποίηση είναι καταφύγιο». Μην ξεχνάμε πως: «Μόνον έτσι γίνεται ανεκτή η πραγματικότητα: στιχοπλέκοντας».