Δύο μελέτες για τον Αλεξανδρινό: Η μία για πώς ο ποιητής αποσύρεται σταδιακά ως πρόσωπο από την τέχνη του, αφήνοντας πίσω του ιστορίες τρίτων σαν μικρές βιογραφίες, όπου ο βιωμένος χρόνος συμφύρεται κάποτε με τον ιστορικό. Η άλλη για τον ποιητικό και ηθικό αυτοπροσδιορισμό του.
Περιγραφή
TO EΠΙΧΕΙΡΗΜΑ του παρόντος τομιδίου συνοψίζεται σε δύο απλές σκέψεις. Πρώτον, ότι ο ύστερος Καβάφης ορίζεται από μια σημαντική τομή. Με αφετηρία το «Εκόμισα εις την Τέχνη», όπου και η προτροπή «Ας αφεθώ σ᾽ αυτήν», ο Καβάφης φαίνεται πραγματικά να «αφήνεται» στην Τέχνη του και ν᾽ αποσύρεται, σαν πρόσωπο, από τα ποιήματά του. Καθώς, «η πραγματικότητα του θανάτου, της σήψης, των γερατειών, δε μπορεί να τον αφήση ήσυχο», όπως έγραφε ο Τέλλος Άγρας, ο τεχνίτης αποχωρεί από το έργο του, αφήνοντας πίσω του ιστορίες, θραύσματα ιστοριών, ιστορίες τρίτων σαν μικρές βιογραφίες, όπου ο βιωμένος χρόνος συμφύρεται κάποτε με τον ιστορικό · και ιστορίες που η ενδεχόμενη συνάφειά τους με τον βιωμένο χρόνο του αυτοβιογραφούμενου ποιητή αφήνεται κάποτε να δηλωθεί αινιγματικά στον τίτλο με την ένδειξη «Μέρες» και τη σφραγίδα μιας χρονολογίας: «Μέρες του 1908 ».
Δεύτερον, ότι στην άλλην όψη αυτής της απόσυρσης, και με αφετηρία το ποίημα «Νόησις», βλέπουμε να πυκνώνει ένα στοιχείο ποιητικού και ηθικού αυτοπροσδιορισμού. Το «πώς βλέπω τώρα καθαρά το νόημά των» ανασύρει τον ηθικό αντίλαλο μιας διεργασίας που συντελείται στο βάθος της καβαφικής ποίησης. Ακούμε το αδιάψευστο ίχνος της φωνής ενός ανθρώπου που επιτέλους βλέπει ότι η ζωή του έχει νόημα, κι ας γνωρίζει πολύ καλά –ή μάλλον επειδή γνωρίζει– ότι το νόημα αυτό το έχει ο ίδιος αποδώσει στη ζωή του, «με τόσα περιστατικά, με τόσα πράγματα»· τον ιδιαίτερο τόνο της φωνής ενός ανθρώπου, που μιλώντας κατά μόνας –αλλά γνωρίζοντας ή ελπίζοντας ότι τον ακούμε– διαπιστώνει ότι είχε εντέλει πραγματικούς ακαταμάχητους λόγους να επιλέξει όσα επέλεξε και να πράξει καταπώς έπραξε, ότι καλώς επέλεξε και καλώς έπραξε.