τα δάχτυλά μου υπακούν στου νου τις επισκέψεις…
Και είπα στην επίγνωση μαζί μου να καθίσει
επάνω στο βιβλίο μου και να μου ψιθυρίσει.
Και ήρθε! Και εκάθισε στο εξώφυλλο με θάρρος
ευκόλως και πυρπόλησε τα μέσα μου σαν φάρος.
Ως είχε στιβαρή μορφή, πιο φυσικό δεν είδα
στο ένα χέρι κομποσκοίνι, στο άλλο τη γραφίδα.
Στης νύχτας μέσα τη σιωπή, που γράφω ώρα τώρα
στο φως της λάμπας μια σκιά, αχνή μα πυροφόρα
ανέβη στο γραπτό μου σπέρνοντας στερνά ρουμπίνια
ουράνια που ένωσε της πένας μου η ορμήνια.
Ξεκλείδωσε νου και καρδιά μαζί στα δάχτυλά μου.
Το είναι μου λαμπύρισε… σαν είπε τ’ όνομά μου!
Κι αισθάνθηκα υπό… γραφής, Θεού, το ποίημα μου».