Η Νέκυια είναι ένα από τα λαμπρά επιτεύγματα της γερμανικής φιλολογίας του 19ου αιώνα. Με βάση διεξοδική διερεύνηση της ελληνικής και λατινικής γραμματείας, από τα ομηρικά έπη έως τα πονήματα της ύστερης αρχαιότητας, ο Άλμπρεχτ Ντίτεριχ διατύπωσε την άποψη ότι η πρώιμη χριστιανική εσχατολογία δεν βασιζόταν στην ιουδαϊκή παράδοση αλλά σε ορφικές και πυθαγόρειες δοξασίες. Ως οδηγό του αξιοποίησε την Αποκάλυψη του Πέτρου, που μόλις είχε βρεθεί στην Άνω Αίγυπτο. Το σύγγραμμα αυτό, χαμένο ήδη από το τέλος του Βυζαντίου, ήταν δημοφιλές στον κόσμο των πρώτων Χριστιανών, ασκώντας μεγάλη επίδραση στις χριστιανικής αντιλήψεις για τον παράδεισο και την κόλαση. Μολονότι δεν περιελήφθη στον κανόνα της καινής Διαθήκης, διαβαζόταν ως θεόπνευστο για αιώνες και ενέπνευσε τους βυζαντινούς αγιογράφους και υμνογράφους. Οι ισχυρισμοί του Ντίτεριχ για τις καταβολές της χριστιανικής εσχατολογίας προκάλεσαν από την πρώτη στιγμή έντονες συζητήσεις και αντιδράσεις, αλλά oρισμένα πρόσφατα ευρήματα τον επιβεβαιώνουν με έναν τρόπο που ούτε ο ίδιος θα μπορούσε να προβλέψει.