Σημείωμα για τον βυσσινόκηπο
Το έργο γράφτηκε στα 1903. Τυπώθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Γνώση» το 1903 στο 2ο τεύχος. Η πρώτη παράσταση έγινε στο «Καλλιτεχνικό Θέατρο» της Μόσχας στις 17 του Γενάρη του 1904.
Πρέπει να υποθέσουμε πως οι δυσμενείς κριτικές τόσο για το θέμα όσο και για το ύφος του προηγούμενου έργου του «Τρεις αδερφές», έσπρωξαν τον Τσέχοφ να γράψει ένα καινούργιο έργο μ’ άλλο θέμα κι άλλο τόνο. Γράφοντας το νέο του έργο ο Τσέχοφ επεξεργαζόταν το στυλ που είχε δημιουργήσει και πάσχιζε ν’ ανανεώσει τη θεατρική τεχνική του μεταχειριζόμενος τις μορφές της κωμωδίας. Αυτό φαίνεται από μερικές κουβέντες τον σαν κι αυτές: «Τα έργο που γράφω θάναι το δίχως άλλο κωμικό, πολύ κωμικό. Έτσι το σκέφτουμαι τουλάχιστο». Ή: «Είναι στιγμές που με πιάνει μεγάλη επιθυμία να γράψω για το «Καλλιτεχνικό Θέατρο», ένα τετράπραχτο κωμειδύλλιο ή κωμωδία». Ή: «Όλο ονειρεύουμαι να γράψω ένα τρικούβερτο κωμικό έργο». Πραγματικά σε σύγκριση με τα προηγούμενα έργα του ο «Βυσσινόκηπος» έχει τούτο το ιδιαίτερο: Πως ο σκελετός και το χτίσιμό του είναι κωμικά. (Σειρά από κωμικά επεισόδια και σκηνές, πρόσωπα κωμικά και γενικά υπερβολικός τόνος). Το κωμικό στυλ του έργου δεν τον εμπόδισε να πραγματευτεί δραματικά τις συμφορές μερικών μεμονωμένων προσώπων (Ρανέβσκαγια, Γάεβ, Βάρια) κι ο δραματικός αυτός αγέρας πέρασε απ’ όλο το έργο. Μια άλλη καινούργια ιδιομορφία του έργου ήταν πως επεξεργαζόταν ένα θέμα κοινωνικά τοποθετημένο. Στα πλαίσια της ψυχολογίας και της ζωής. Το θέμα αυτό τονίστηκε απ’ τη σκηνοθεσία του «Καλλιτεχνικού Θεάτρου» και κριτικαρίστηκε ποικιλότροπα απ’ τον σύγχρονο Τύπο. Ο Β. Ντοροσέβιτς (Ρούσικος Λόγος, 1904, 19 του Γενάρη), σημείωσε πως είδε στο έργο τον Τσέχοφ «μια υπέροχη ποιητική, επιθανάτια ευχή» υπέρ της τσιφλικάδικης γαιοκτημοσύνης που έπνεε τα λοίσθια. Ο κριτικός του «Πολίτη» (Homunculus 1904, 22 του Γενάρη), αξιολόγησε το έργο σα «μια μικρή σελίδα σύγχρονης ζωής, γραμμένη μ’ αληθοφάνεια, που φωτίζει τις αρνητικές πλευρές των μικροευγενών και του μικροκουλάκου στην επιθετική του άνοδο». Ο κριτικός της «Νέας Ημέρας» (1904, 1 του Γενάρη) έγραφε για το κατεστραμμένο σπίτι των τσιφλικάδων που ο Τσέχοφ το ζωγράφισε «με συγκινητικούς, αβρούς χρωματισμούς που σε υποχρεώνουν να θυμηθείς τον Τουργκένιεβ». Στα «Μοσχοβίτικα νέα» γράφτηκε (Exler, 1904, 19 του Γενάρη) πως στο νέο έργο του Τσέχοφ «βρέθηκαν αντιμέτωπες τρεις γενιές: Η γενιά των πριν απ’ την απελευθέρωση χρόνων που περνάει τώρα τα τελευταία της, η γενιά του 1880 και η νέα γενιά που θα πάρει τη θέση της».
Το σημείωμα αυτό καθώς και η εισαγωγή κι ο «Βυσσινόκηπος» μεταφράστηκαν απ’ τη Σοβιετική Έκδοση των Απάντων του Τσέχοφ.