Οι δρόμοι της Κυψέλης —οι περισσότεροι των οποίων φέρουν ονόματα νησιών— αποτελούν αγκυροβόλι για πολλά καράβια που φτάνουν από διάφορες χώρες. Είναι όλοι αυτοί που έρχονται στην Ελλάδα με σκοπό ένα νέο ξεκίνημα, μία καινούρια ζωή, καλύτερη απ’ αυτήν που άφησαν. Ο καθένας απ’ αυτούς έχει μία ιστορία να αφηγηθεί, αλλά δεν το κάνει παρά μόνο αν αναγκαστεί απ’ τις συνθήκες. Συνήθως την κρατά μέσα του, για τον εαυτό του. Σαν φυλαχτό ή σαν ξόρκι. Οι προτεραιότητές τους καθορίζονται από την ανάγκη. Πρέπει να ξεχάσουν πολλά απ’ την παλιά τους ζωή και να μάθουν περισσότερα για τη νέα που ξεκινούν να χτίζουν. Βιάζονται να αφομοιώσουν και να αφομοιωθούν, για να μπορούν μετά να ονειρεύονται. Με τον καιρό γνωρίζονται με άλλους ξενόφερτους, αλλά και με ντόπιους και δημιουργούν φιλίες. Σιγά σιγά ξανοίγονται, αστειεύονται μεταξύ τους, κλαίνε, γελούν κι ερωτεύονται, γιατί η καρδιά δε γνωρίζει από σύνορα, θρησκείες ή χρώμα επιδερμίδας. Σε κάθε ανθρώπινο σώμα πάλλεται με τον ίδιο ακριβώς ρυθμό.