Σε ένα χωριό στα Πυρηναία, η μνήμη των διωγμών και των εκτελέσεων του εμφυλίου πολέμου είναι ακόμη νωπή. Ωστόσο η μαγευτική ομορφιά του τόπου, μιας γης που ευνοεί το φαντασιοκόπημα και την αφηγηματική υπερβολή, έχει μείνει απαράλλαχτη.
Μέσα σ’ αυτήν την οργιώδη φύση, κεραυνός χτυπά έναν αγρότη –στον οποίο αρέσει να περιπλανιέται στις βουνοπλαγιές σκαρώνοντας ποιήματα που απαγγέλλει φωναχτά– ενώ προσπαθεί να ελευθερώσει από το σύρμα του φράχτη το πόδι ενός από τα μοσχαράκια του. Οι κυράδες των βουνών και ολόκληρης της πλάσης μαζεύονται γύρω του κι αρχίζει να ξετυλίγεται η κόκκινη κλωστή της ανέμης ενός σαγηνευτικού παραμυθιού.
Η Irene Solà αφηγείται με πηγαία χαρά και μοναδική ευαισθησία τις σκληρές ιστορίες ανθρώπων ζωντανών, νεκρών και νεκροζώντανων, στοιχειών και ζώων, κρίκων μιας βιοαλυσίδας που θα κουμπώσει ένα ζεστό βράδυ με φεγγάρι στα ξύλινα σκαλάκια ενός σπιτιού, με τη συνάντηση μιας γυναίκας κι ενός άντρα που αγαπιούνται από παιδιά.