ΜΑΡΤΙΟΣ 2020
Εἶναι Μάρτιος, ἡ κυκλοφορία στούς δρόμους ἔχει ἀπαγορευτεῖ κι ἐγώ
δέν ξέρω τί νά σοῦ γράψω αὐτό τό κρύο ἀπόγευμα.
Ἔξω ἀπ’ τό παράθυρο ὁ φόβος ἀφαιρεῖ μεθοδικά τά φύλλα μιᾶς λεύκας,
γκρεμίζει τό γύψινο λιοντάρι τῆς πλατείας –στό βιβλίο πού διαβάζω
μιά γυναίκα πάντα ἐπιστρέφει
φαντάζομαι πώς χαϊδεύω τό χέρι σου στό σκοτάδι ἀλλά δέν εἶσαι
κι οὔτε ἄν ἀναβοσβήσω τά φῶτα τρεῖς φορές
ἐμφανίζεσαι.
Μέ κοιτάζεις μέσα ἀπ’ τήν κορνίζα τῆς φωτογραφίας σου –ἕξι μῆνες πρίν,
θάλασσα, χαμογελᾶς– καί ἤδη βλέπεις τήν ἀπουσία σου
τά μαλλιά μου πού γκρίζαραν χωρίς τή συγκατάθεσή σου, τήν καρέκλα πού τρίζει
–ἐγώ
τριγυρνάω ἀπό δωμάτιο σέ δωμάτιο σάν νά διασχίζω τό παρελθόν μου ἤ νά
ψάχνω τό παντελόνι μου
σκοντάφτω διαρκῶς σέ ἀνύπαρκτα ἔπιπλα κι αἰσθάνομαι ζωντανός
μόνο ὅταν σέ σκέφτομαι, ψάχνω ἕνα σημεῖο νά σέ τοποθετήσω –παντοῦ τρύπες
γράφω, γράφω, γράφω ἀλλά ποτέ δέν γεμίζουν, ἀπομνημονεύω
σάν ἀντίδοτο τίς στάσεις τοῦ λεωφορείου μέχρι τό σπίτι σου.
Κι ὅμως ἄν τό σκεφτεῖς
παραμένουμε νέοι κι ἴσως ἀκόμα εὐτυχισμένοι
ἐσύ σ’ ἕνα διαμέρισμα ἄδειο στόν Βύρωνα παίζεις τή Σύλβια Πλάθ, ἐγώ ὄχι
καί τόσο μακριά σου διαβάζω
εἶναι Μάρτιος, τό τηλέφωνο δέν λειτουργεῖ, ἔξω ἀκούγονται μόνο τά φορτηγά
τοῦ θανάτου
ἀφήνω λοιπόν τό βιβλίο στήν ἄκρη, ἀνοίγω ἀπότομα τό παράθυρο καί σοῦ
φωνάζω:
Ἄναψε ξανά λίγο μέλλον γιά μένα!