Τo πρωί, όπως σήκωσα το κεφάλι για να κοιτάξω τον ουρανό, ένα κόκκινο μπαλόνι με κοίταζε από ψηλά, ώσπου χάθηκε από τα μάτια μου.
ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΕΝ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΠΟΤΕ, λένε όλοι.
Τους κουβαλάς μέσα σου. Τους κουβαλάς με το χαμόγελό τους, με τη χαρούμενη ματιά, με τα βάσανα που σου προκαλούν· τους κουβαλάς μέσα σου και ξέρεις πως κάποια στιγμή θα τους συναντήσεις και πάλι στο σταυροδρόμι της καθημερινότητας, για να εισπράξεις ένα φιλί, μια ευχή, ένα χαμόγελο ή το περίγραμμα της πλάτης τους.
(Απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου)