Ωρολογιακοί μηχανισμοί, άχρηστες στην ουσία μηχανές που ροκανίζουν μαύρο χρόνο από την εποχή του Ερνστ και άλλων διαπρεπών, εγκλωβισμένες στα γρανάζια του φαντασιακού αστρολάβου. Συσκευές που μετρούν το αόρατο, παρωχημένες εικόνες ιστορικών συμβάντων, αφηγήσεις σε τέταρτο πρόσωπο που ανασυντάσσεται κατά βούληση, κατονομάζοντας τον θεατή ως αναγνώστη εικονικών εξελίξεων. Το κεντρικό σημείο είναι η κίνηση και ο κραταιός ήχος, oι σιωπηλές ριπές των λεπτών αποχρώσεων που τους γυροφέρνουν. Από στιγμή σε στιγμή οι οπτικοί κραδασμοί θα εκραγούν, τάχα, σε πεδία λεκτικών αυτοσχεδιασμών. Έγιναν ογδόντα οκτώ έργα, τα περισσότερα από τα οποία περιστρέφονται πια σε αλλότριους τοίχους...
Συνήθως τα κείμενα έχουν την τάση να μελοποιούνται ή να εικονογραφούνται. Αντιστρόφως, στο γραφικό αυτό μυθιστόρημα μόνο οι τίτλοι των έργων βαρύνουν αποκλειστικά τον χρονολόγο. Οι εικόνες συνδέονται υποδόρια με ένα άθροισμα ετεροθαλών κειμένων που γράφτηκαν ειδικά για να συγχρονιστούν με τα λεκτικά αυτά μηχανήματα από λόγιους, νεότερους και ιστορικούς φίλους από διάφορα γεωγραφικά σημεία (Νέα Υόρκη, Μίσιγκαν, Σουηδία, Νορβηγία, Κύπρος, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Μύκονος, Αθήνα), οι οποίοι, με αφορμή την έκθεση που προηγήθηκε, σχημάτισαν ακούσια ένα ρέον, αειθαλές συμπίλημα φαντασιακής εικονομαχίας, επιλέγοντας ελεύθερα τους μηχανισμούς επί των οποίων θέλησαν να αυτοσχεδιάσουν και αγνοώντας εντελώς ποιοι έπονται, ποιοι προηγούνται ή τι θα γράψουν.