ΤΟ ΜΙΚΡΟ κλειστὸ φορτηγάκι κυλοῦσε σὲ δύσβατους χωμάτινους δρόμους. Κάναμε στάση καὶ φάγαμε ἄγρια κούμαρα. Ὁ πατέρας, κατούρησε σὲ ἕναν θάμνο, πιὸ πέρα.
—Κατούρα κι ἐσύ, δὲν ἔχουμε χρόνο γιὰ χάσιμο.
Φτάσαμε, ἐπιτέλους, στὸν προορισμό μας. Ὁ τσοπάνης, ἔδειξε τὰ ἀρνιὰ στὸ μαντρί. Ὁ πατέρας, διάλεξε τὰ δώδεκα, ὅπως εἶχαν συμφωνήσει..