Το 1944 ήταν ένα εφιαλτικό έτος για τη Θεσσαλονίκη: Λίγους μήνες πριν από την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής ένοπλες ομάδες δωσιλόγων, τα λεγόμενα Τάγματα Ασφαλείας, έκαναν τη θορυβώδη εμφάνισή τους στους δρόμους της πόλης, τρομοκρατώντας – υπό το πρόσχημα της «καταπολέμησης του κομμουνισμού» - τον πληθυσμό της.
Ανάμεσα σε αυτές ξεχώρισε χάρη στις «υψηλές επιδόσεις» της η ομάδα του «πρόσφυγα» εκ Γρεβενών Αντώνη Δάγκουλα, το όνομα του οποίου σημάδεψε ανεξίτηλα τη συλλογική μνήμη των κατοίκων της στα μεταπολεμικά χρόνια. Το παρόν βιβλίο φωτίζει για πρώτη φορά τα πραγματικά κίνητρα και την αιματηρή δράση του «πρώτου δράκου της Θεσσαλονίκης» και φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με ένα παρελθόν στο οποίο πρωτοστατούσε η αυθαίρετη και άλογη βία.
Είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται η συνολική παρουσίαση της δράσης του Δάγκουλα με βάση ανέκδοτο αρχειακό υλικό. Ο συγγραφέας αναλύει την σύνθεση της ένοπλης ομάδας του, όπως και τον τρόπο που ήρθε σε επαφή με τις γερμανικές αρχές κατοχής και συνεργάστηκε μαζί τους. Περιγράφει επίσης τις σχέσεις του με τους αρχηγούς των υπόλοιπων αντικομμουνιστικών σχηματισμών στην Θεσσαλονίκη και την ανάδειξή του σε έναν από τους ηγετικούς παράγοντες του ένοπλου δωσιλογισμού. Το σημαντικότερο όμως σημείο που μελετά αφορά τα εγκλήματα που διέπραξαν ο ίδιος και οι άντρες του σε βάρος πραγματικών ή υποτιθέμενων κομμουνιστών. Όχι άδικα οι Δαγκουλαίοι ταυτίστηκαν με τη σκοτεινότερη φάση της κατοχικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης.
Όπως αναφέρουν οι Σ. Δορδανάς και Β. Καλογρηάς στον πρόλογο του βιβλίου, «με το βιβλίο του ο Βενιανάκης φωτίζει τις πιο σκοτεινές στιγμές της κατοχικής Θεσσαλονίκης και την απελευθερώνει από ένα φάντασμα που για δεκαετίες τη στοίχειωνε. Το φαινόμενο του κακού επιδέχεται πλέον ερμηνείας».