Ένα πέπλο μυστηρίου κάλυπτε τη ζωή τού παππού, και ειδικά τις συνθήκες θανάτου του. Πέθανε ή σκοτώθηκε; «Πέθανε» μας είπε κάποια στιγμή η μάνα μου. Πώς πέθανε; Επέμεινα. Θέλαμε να μάθουμε. Μετά από λίγο καιρό, άλλαξαν τροπάρι: «Σκοτώθηκε». Ναι, αλλά αν σκοτώθηκε, τι διάολο είχε συμβεί; Γιατί δεν μας έλεγαν; Με την πίεση των μεγαλύτερων εγγονών, η μάνα μου αναγκάστηκε μετά από καιρό να παραδεχτεί ότι δεν σκοτώθηκε αλλά τον σκότωσαν. Οπότε τα ερωτήματα έγιναν ακόμη πιο βασανιστικά: Ποιοι, πώς, και γιατί τον σκότωσαν;
Αυτό πάντως δεν ήταν το μόνο ζήτημα για το οποίο είχαμε απορίες· είχαμε απορίες και για το θείο Μάνθο, τον άντρα της θείας Φιλίτσας. Γιατί δεν είναι μαζί μας ο θείος Μάνθος; Ο πατέρας μου είναι εδώ, ο πατέρας του Κωστή επίσης, ο πατέρας του Γρηγόρη όμως πού είναι; Εμείς οι νεότεροι δεν τον ξέραμε καν. Μήπως δεν ζει; Πού είναι τώρα; Μας πήρε καιρό να μάθουμε.