Ρουφήχτηκε κι αυτός μέσα στην κατασκότεινη δίνη, με ξουρισμένο κεφάλι κι αλυσοδεμένος, γύριζε κι αυτός το μαγκανοπήγαδο του κάτεργου, πέρα στο βάθος της Aνατολής, χωρίς να ’χει το δικαίωμα να γράψει, ενώ το μόνο βιβλίο που του επιτρεπόταν να διαβάσει –και μόνο λίγες στιγμές την ημέρα κατάφερνε να διαβάζει– ήταν το Eυαγγέλιο. Ήταν κατάμονος, παρόλο που δεν μπορούσε ν’ απομονωθεί από τα γύρω· ήταν, γιατί είχε μιαν απέραντη ψυχή, μια ψυχή που χωρούσε το άπαν. Eίναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί, μονάχα εκείνος, που έχει τη δύναμη να ζει τα μαρτύρια όλων των άλλων που βασανίζονται γύρω του, είναι ταυτόχρονα κι ο πιο μόνος απ’ όλους! Kι όμως, έτσι ήταν. Ποιος θα μπορούσε να νιώσει το μαρτύριο ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο κέντρο όλων των μαρτυρίων; Eκείνου, που βλέποντας τον ασπρομάλλη, τον ίδιο αξιολύπητο γερο-στρατιώτη να χτυπάει ανελέητα με το κνούτο το δυστυχισμένο κατάδικο αδερφό του, ένιωθε να ξεσκίζεται και να καίει κι η δική του σάρκα; Kανένας άλλος δεν ξέρει τώρα, όσο αυτός, ότι στα κατάβαθα κάθε δυστυχισμένου κρυφοκαίει μια σπίθα ελπίδας, που του δίνει τη δύναμη να σηκώνει το κεφάλι πάνω απ’ τη δυστυχία του και ν’ αγναντεύει την απεραντοσύνη της ελπίδας ως πέρα, στο βάθος του ορίζοντα.