Ο William Blake (1757-1827), ποιητής, ζωγράφος, χαράκτης και `προφήτης`, έζησε μάλλον αγνοημένος στην εποχή του. Από την αρχή όμως του 20ού αιώνα αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους ρομαντικούς ποιητές. Αντίθετα, το εικαστικό του έργο εξακολουθεί να φέρνει σε αμηχανία τους ιστορικούς της τέχνης, αντιστεκόμενο σε συγκρίσεις με τα έργα συγκαιρινών του ομοτέχνων και σε στυλιστικές κατηγοριοποιήσεις. Εκκινώντας από αυτή τη διαπίστωση, η παρούσα μελέτη επιχειρεί να κατανοήσει και να αποτιμήσει την εικαστική πρακτική του Blake όχι μόνο μέσω της μορφολογικής ανάλυσης των έργων του, αλλά και μέσω των απόψεων που έχει ο ίδιος εκφράσει για τη ζωγραφική. Οι απόψεις αυτές, διαπιστώνει ο συγγραφέας, παρότι αρκετά ιδιολεκτικά διατυπωμένες σε διαφορετικού προορισμού κείμενα, ακόμη και ποιητικά, συγκροτούν τελικά μια αρκετά συνεκτική, αλλά και αντισυμβατική θεωρία για την τέχνη, στενά συνυφασμένη με τις γνωσιολογικές, ηθικές, κοινωνικές και πολιτικές πεποιθήσεις του Blake, αλλά και ικανή να διερμηνεύσει τον πειραματικό χαρακτήρα των εικαστικών του επινοήσεων.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]