Ο Πραβιέν Σεργκέγεβιτς Μακάρεφ γεννήθηκε στο Μουρμάνσκ, στη βορειοδυτική Ρωσία, δέκα χρόνια μετά την επανάσταση των μπολσεβίκων. Σπούδασε εδαφολογία στο Λένινγκραντ, ερωτεύτηκε μια ακροβάτισσα, διέπραξε ένα έγκλημα.
Ύστερα, γνώρισε έναν Άγγλο κατάσκοπο: η φιλία αυτή τον οδήγησε σε μια απόφαση που δεν πραγματοποίησε. Αναζητώντας Σπάνιες Γαίες, ο Μακάρεφ άκουσε τις γοργόνες να τραγουδάνε και τους ψιθύρους της ιστορίας που μορφάζει σαν τέρας.
Αυτό το βιβλίο είναι τα απομνημονεύματά του.
`Κοιμόμασταν σε μεταλλικές κουκέτες, ξυπνούσαμε μαζί το πρωί - ο Βαλόντια κι ο Ανατόλι φρέσκοι φρέσκοι, εγώ κατάκοπος με μαύρους κύκλους γύρω απ` τα μάτια. Πετάγονταν απ` τα κρεβάτια τους ολόχαροι, φλύαροι· το πάτωμα έτριζε καθώς έκαναν πενήντα κάμψεις μετρώντας τες μεγαλοφώνως. Ύστερα, ξυρίζονταν σιγοτραγουδώντας, έριχναν πάνω τους μεγάλες ποσότητες κολόνιας λεμονιού και στη συνέχεια τρέχαμε όλοι μαζί στα μαθήματα, στις παραδόσεις, στα εργαστήρια και στις εξετάσεις. Φοιτητική ζωή. Μελετούσαμε γύρω από μια μεγάλη σανίδα τοποθετημένη σε τέσσερα πόδια -εδαφοχημεία, αγρογεωλογία-, τρώγαμε μαζί στην τραπεζαρία (χοντρά, καραβίσια μακαρόνια και πυκνόρρευστες σούπες με ετερόκλητα υλικά και αηδιαστική γεύση), ακούγαμε πλάκες από έναν παλιό φορητό φωνογράφο και, κάθε τόσο, σοβατίζαμε τον ξεφλουδισμένο τοίχο.
Σ` αυτόν τον τοίχο ήταν κρεμασμένα σημαιάκια της Σπαρτάκ Μόσχας, μια αφίσα από έναν αγώνα του 1936 με την Ντυνάμο και η φωτογραφία ενός περίφημου ποδοσφαιριστή που έδειχνε με καμάρι τη φανέλα 1 - εγώ πάντως δεν τον είχα ακούσει ποτέ. Δεν είμαι αθλητικός τύπος· όταν μια φορά πήγα μαζί με τον Βαλόντια και τον Ανατόλι στο γήπεδο με μπέρδεψε η αλλαγή των τερμάτων στο ημίχρονο`.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]