`Με το ένα και με τ` άλλο καταλήγω - χωρίς να καταλήγω πουθενά - σ` ένα αφελές συμπέρασμα, του τύπου ότι καμιά φορά ο θάνατος φοβάται τον εαυτό του θανάσιμα, γιατί αν κάνεις μια έτσι, πιάνεις στον αέρα ένα κλαδάκι κερασιάς απ` όπου κρεμιέσαι, αιωρείσαι θέλω να πω, σαν εκκρεμές που δείχνει το χρόνο μιας αιωνιότητας που είναι δική σου και των άλλων, που είναι της απέθαντης αγάπης, γι` αυτό ας φάμε τώρα λίγα κεράσια να κοκκινίσει η γλώσσα της γραφής μας, να κοκκινίσουν τα πικρά χείλη της απελπισίας μας`.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]