...Δεν γνώριζα γι` αυτή την εποχή κι ούτε είχα ακουστά πως υπήρχε. Δεν ήξερα να αναγνωρίζω τα ίχνη και τις επιπτώσεις της. Μόνο όταν την άγγιξα, τον περασμένο Ιούλιο, ένιωσα φόβο για την ανάπλαση όσων ευαισθησιών ήμουν αναγκασμένος να ανασύρω από μια σκοτεινή ανάμνηση. Ανάμνηση εφιάλτης κι αγάπη μαζί. Κάτι είχε απωθήσει απ` τη μνήμη τον παλιό μου φίλο Ερμή κι άλλα πρόσωπα κι άλλες πτυχές δικές μου, επικίνδυνες. Κι αυτό το «κάτι» ξαναγύρισε έντονα και καταλυτικά τον Ιούλιο των διακοπών. Αυτό το κάτι ήταν που με παρέσυρε στην «Εποχή των καφέδων», μέσα στη βελουδένια βραδινή υφή ενός αρχαίου πόνου. Πόνος παραμορφωμένος απ` τον διεγερτικό εξωτισμό του καφέ και τις διαδρομές που επιβάλλει αυτή η νόθα εποχή, σφήνα στις άλλες.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]