Η Δούκισσα του Μάλφι πρωτοπαίχτηκε στο Λονδίνο γύρω στα 1613-14. Βρίσκεται κοντά στο τέλος μιας μεγάλης θεατρικής παράδοσης –ίσως να αποτελεί το αποκορύφωμά της– της τραγωδίας της αιματοβαμμένης εκδίκησης, που το λαμπρότερο παράδειγμά της είναι ο Άμλετ. Σύμφωνα με τη θεατρική συνήθεια της εποχής, τα πρόσωπα του έργου ανήκουν στην ιταλική αναγέννηση. Αυτό γινόταν, για δύο κυρίως λόγους. Οι Άγγλοι συγγραφείς μπορούσαν έτσι να επενδύσουν στους αλλοδαπούς ήρωές τους πιο εύκολα οποιαδήποτε πάθη καί αγριότητες, αντιφάσεις στον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά, χωρίς κίνδυνο να παρεξηγηθούν από την κριτική και το κοινό, αλλά και χωρίς να ενοχλήσουν την αυστηρή ηθική του κοινωνικού τους περίγυρου. Ο άλλος λόγος είναι ότι η ελισαβετιανή κοινωνία είχε την ιδέα πως οι άνθρωποι της ιταλικής αναγέννησης ήταν όντα δυναμικά, αδίστακτα, πού πολλές φορές παραμέριζαν βίαια την ηθική και το νόμο, για να ακολουθήσουν τα πάθη τους.
Η τραγωδία βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα, που ο Γουέμπστερ τα γνωρίζει έμμεσα και τα τροποποιεί κατά την αντίληψη και τους στόχους του. Η ιδιομορφία ωστόσο της Δούκισσας του Μάλφι, ως τραγωδίας αιματηρής εκδίκησης, είναι ότι παράγει τον τρόμο του υπερφυσικού χωρίς τη βοήθεια υπερφυσικών μέσων. Πράγματι υπήρξε στις αρχές του 16ου αιώνα μια Δούκισσα Μάλφι, που οι περιπέτειες της ζωής της και ίσως το τραγικό τέλος της μοιάζουν, λίγο πολύ, με τα διαδραματιζόμενα στο έργο. Αυτό όμως που ενδιαφέρει εδώ δεν είναι το ιστορικό υλικό αλλά η θεατρική χρήση του, δραματουργική και ποιητική.