Στην πρώτη διαδρομή, ζωγραφικοί πίνακες και γλυπτά που, εκτός από τις παραδοσιακές απεικονιστικές διαδικασίες, χρησιμοποιούν με τρόπο συνθετικό και δομημένο εξω-καλλιτεχνικά υλικά, ή φέρουν έντονα τα ίχνη της χειρονομιακής δράσης με επικολλήσεις, εκδορές, αλλεπάλληλες επικαλύψεις ή αποσβέσεις λεκτικών παλίμψηστων, αναδεικνύουν ως φορείς της εικαστικότητας και πλαστικότητας τις ίδιες τις φυσικές ιδιότητες και ποιότητες των έτοιμων αντικειμένων, και προβάλλουν τη χειρονομία ως εκφραστική αυταξία. Απελευθερωμένα από κάθε πρόθεση συμβατικού καλλιτεχνικού αποτελέσματος, τα έργα αυτά, διαφορετικά μεταξύ τους, συναντώνται και διασταυρώνονται στο βαθμό που προσφέρουν το ζωγραφικό και γλυπτικό πεδίο ως ποιητικούς τόπους του βλέμματος.
Στη δεύτερη διαδρομή, εγκαταστάσεις, ζωγραφική, φωτογραφία και βιντεο-εγκαταστάσεις περνούν από την μοντερνιστική οπτικότητα και τις εσωτερικές σημάνσεις των καλλιτεχνικών μορφών, στην κοινωνιολογία του πραγματικού ή αντίθετα στην εννοιολογική μορφοποίηση της ιδέας του. Οι καλλιτέχνες με την αντικειμενική μαρτυρία τους παραπέμπουν στις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες και τον αντίκτυπό τους σε ατομικό, εθνικό ή γεωγραφικό επίπεδο, καθώς και στην ιστορική συλλογική μνήμη. Με τις άμεσες ή υπαινικτικές μυθολογικές, φιλοσοφικές και θρησκευτικές αναφορές σε διαφορετικούς πολιτισμούς αναδεικνύουν τον ανθρωπολογικό τους πλούτο και υποβάλλοντας μυσταγωγικά το θεατή ενεργοποιούν την πολιτισμική του γνώση και εμπειρία. Η διαφαινόμενη επιστροφή στην τοπιογραφία, θα μπορούσε να θεωρηθεί μια νοσταλγική αναγωγή στο εικαστικό παρελθόν, αν η χρήση μηχανικών μέσων, όπως η φωτογραφία ή το βίντεο, δεν αποτελούσε ταυτόχρονα και μια κριτική υπονόμευσή της.
Άννα Καφέτση, Διευνθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης