Το έργο διαδραματίζεται στο Κονέκτικατ, στο σπίτι του σέμπρου (ενοικιαστή γης) Φιλ Χόγκαν, απ` το μεσημέρι κάποιας μέρας, στις αρχές του Σεπτέμβρη 1923, ως τα ξημερώματα της επομένης. Το σπίτι δεν είναι, για να το πούμε απλά, κανένα σπουδαίο δείγμα αρχιτεκτονικής της Νέας Αγγλίας -τόσο τέλεια τοποθετημένο στο φυσικό του περιβάλλον ώστε να φαντάζει ως αρμονικό τμήμα του τοπίου, ριζωμένο στη γη- μα έχει `εμφυτευτεί` στην τωρινή του θέση και την εποπτεύει. Ένα πράμα παλιοκαιρισμένο, φτιαγμένο με τάβλες, σαν κουτί, με σανιδένια στέγη και καπνοδόχο από τούβλα, προεξέχει κάπου ένα μέτρο επάνω απ` το έδαφος με στρώματα από καδρόνια. Υπάρχουν δυο παράθυρα στο κάτω πάτωμα απ` αυτή την πλευρά του σπιτιού που βλέπει μπροστά, κι ένα παράθυρο στο πάνω πάτωμα. Τα παράθυρα αυτά δεν έχουν παντζούρια, κουρτίνες, ή στορ. Τουλάχιστον ένα τζάμι λείπει απ` το καθένα, και τη θέση του έχει πάρει ένα τετράγωνο χαρτόνι. (...) Το χειρότερο σ` αυτό το σπίτι είναι ότι, στα δεξιά του, έχει προστεθεί εκ των υστέρων ένα μονόροφο δωμάτιο. Κάπου δώδεκα πόδια μάκρος και έξι ύψος, το δωμάτιο αυτό, που είναι η κρεβατοκάμαρα της Τζόσι Χόγκαν, είναι φανερό ότι φτιάχτηκε απ` τους ίδιους τους ένοικους. Οι τοίχοι του κι η γερτή στέγη του είναι καλυμμένα με πισσόχαρτο, ξεθωριασμένο στο χρώμα, που έχει πάρει μια σκούρα γκρίζα απόχρωση. (...)
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]