Όλα ξεκίνησαν ή όλα τελείωσαν σε μια νύχτα. Είκοσι πέντε χρόνια γάμου θυσιάστηκαν σε μια παρόρμηση. Μια συνηθισμένη βραδιά στο υπνοδωμάτιο, κι έξω μια λασπωμένη βροχή -που, όπως έλεγαν, έφτασε απ` τη Σαχάρα. Εκείνο το βράδυ ξύπνησε η κοιμισμένη τύψη για μια άδεια ζωή χωρίς αγάπη, χωρίς χαρά. Έπειτα έπεσε το ζεστό, υγρό σκοτάδι με απόλυτη σιωπή ενός θεραπευτηρίου για άτομα με ανάγκη υποστήριξης. Μόνο η καρδιά ξαγρυπνούσε κι αφουγκραζόταν ένα μακρινό τρένο με αρώματα παλιού μαγιάτικου μεσημεριού. Το τρένο με τις φράουλες διέσχιζε πάλι τη ζωή της Μαργαρίτας, φέρνοντας την ανάμνηση μιας ξεθυμασμένης ευτυχίας, ζωγραφισμένης με μπογιές. Τον ίδιο καιρό ένας άντρας με απειλητικό παρόν στοίχειωνε τους ύπνους της, μοσκοβολώντας μαύρο πιπέρι. Τότε περίπου ξύπνησαν κι οι ομίχλες, με τα περιστατικά των θανάτων και του έρωτα... Τότε άρχισαν και οι περίπατοι στην αλλοδαπή γενέτειρα.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]