"Σήμερα 23 Ιανουαρίου, Πέμπτη, πήγα να αποχαιρετήσω την Ακρόπολη.
Μέσα στον Παρθενώνα, στη βάση μιας πλάκας, ένας μηρός φαγωμένος εντελώς γκρίζος.
Φυσούσε δυνατά, ο ήλιος βασίλευε, ο ουρανός ήταν κατακόκκινος πάνω από την Αίγινα. Πίσω από τους κίονες των Προπυλαίων, ο ουρανός απλωνόταν με χρώμα κίτρινο κροκάτο.
Σπρώχνοντας την πόρτα της Ακρόπολης, παρατήρησα πως έτριζε πονεμένα, σαν πόρτα σιταποθήκης.
Βγήκα και κοίταζα το θέατρο του Ηρώδη, όταν ένας στρατιώτης ήρθε να μου πουλήσει για δύο δραχμές, μια μικρή γυναικεία φιγούρα με τα μαλλιά της ανασηκωμένα στην κορυφή του κεφαλιού.
Πηγαίνοντας στον Παρθενώνα και επιστρέφοντας εκεί, κοίταξα για πολλήν ώρα εκείνο το στήθος με τους ολοστρόγγυλους μαστούς που είναι φτιαγμένοι για να σε τρελάνουν από έρωτα. Χαίρε Αθήνα! Αλλού, τώρα!"
Ώρα 10 και ½ το βράδυ