(. . .) Της Γρηάς το Μνήμα; Δεν ξυπνάει τίποτ` απ` αυτά. Είναι ένα άγνωστο, μέσα στα τόσα άλλα, ύψωμα. Το πιο προχωρημένο σημείο του μετώπου, κορυφή της παγωμένης Κάμνιας, με υψόμετρο δύο χιλιάδες εκατό μέτρα. Από μακριά φαντάζει σαν στοιχειωμένο κάστρο, τυλιγμένο πάντα σε κάτι αντάρες, απόκοσμο, απειλητικό, απάτητο. Άλλον καιρό απ` τη χιονοθύελλα δεν ήξερε το ύψωμα αυτό, και γη δεν είχε, μονάχα χιόνι. Πού και πού κάτι γυμνά τυραννισμένα έλατα ξεχώριζαν μέσ` στην ασπρίλα. Τ` όνομά του δεν ξέρω από πού το πήρε, μα ήταν αληθινό μνήμα. Αν τύχει και πεις σε κανέναν επιτελικό πως ήσουνα κει πάνω θα ξαφνιαστεί, θα σε κοιτάξει λοξά μήπως τον γελάς. Σ` αυτό το ύψωμα ο στρατός γνώρισε μέρες θανάτου. Περάσαμε ώρες που τις πάγωνε κι` αυτές το κρύο και δεν κυλούσε ο χρόνος. Ενθουσιασμούς, ορμές, επιθέσεις και νίκες δεν τις ζήσαμε. Δεν άφηνε ο χειμώνας. Κι` ενάντιά του τίποτε, μα τίποτε, δε βγαίνει πέρα. (. . .)
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]