`Το καμαράκι κάτω από τη σκάλα`, φράση πού δανείζομαι από το ΥΓ. του Αναγνωστάκη, επιδέχεται και άλλη ερμηνεία, προς την οποία σαφώς και εμπαθώς καταφάσκω. Αποβλέπει σε μιαν άσκηση της τέχνης του λόγου που θα αναπτύσσεται λίγο παράμερα, στην αθέατη πλευρά των μεγάλων διακυβευμάτων (τι γυρεύει η ποίηση στο παζάρι ;), χωρίς ωστόσο να αρνείται πουθενά τον δημόσιο χαρακτήρα της· την επιθυμία, ναι, να διασώσουμε κάτι από τη λαίλαπα του ευτελισμού, όχι όμως ως προνόμιο, τάχα, της ιερής κάστας των γραφέων και του λογοτεχνικού μαντείου (εδώ η εκκοσμίκευση ας είναι ανελέητη), αλλά ως ένα νέο σέβας που οφείλουμε να κατορθώσουμε απέναντι σε ό,τι δεν γνωρίζουμε, μια νέα ηθική της λογοτεχνίας (και όχι μόνο) που δεν θα ηθικολογεί και όπου η γνώση δεν θα αναιρεί την ικανότητα του ανθρώπου να θαυμάζει (man`s capacity for wonder, την ονομάζει ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ). Ίσως αυτή η δυσεφάρμοστη εντολή να βαρύνει ανέκαθεν τις αποσκευές του δοκιμιογράφου.
Μια ολόκληρη δεκαετία καταλαμβάνουν τα κείμενα που στεγάστηκαν εδώ. Το πρωιμότερο, η κριτική για τα Πεζά του Χαράλαμπου Μπακιρτζή, δημοσιεύεται το 1995 και το ύστερο, η ομιλία για τον Μανόλη Αναγνωστάκη, εκφωνείται και δημοσιεύεται το 2005. Μετά τη Συνάφεια με τα πράγματα, είναι τα μόνα δοκίμια που κατόρθωσα να γράψω μέσα σ` αυτό το διάστημα τα όποια, παρά τον περιστασιακό χαρακτήρα τους (τα περισσότερα γράφτηκαν για να εκφωνηθούν), αξίζει ίσως να ξαναδιαβαστούν συγκεντρωμένα σε τόμο - αν όχι ώς κείμενα μελέτης, τουλάχιστον σαν αντικείμενα φιλολογικής περιέργειας. Επιμένω εντούτοις στον όρο `δοκίμιο` και σε όλα τα γραμματολογικά και φιλοσοφικά παρακολουθήματά του.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]