Ο Κλωντ περνούσε μπροστά από το δημαρχείο όταν σήμανε δύο το πρωί και ξέσπασε καταιγίδα. Είχε ξεχαστεί χαζεύοντας στην Αγορά, αυτή την καυτή νύχτα του Ιουλίου, περιπλανώμενος καλλιτέχνης, ερωτευμένος με το νυχτερινό Παρίσι. Ξαφνικά, οι σταγόνες άρχισαν να πέφτουν τόσο χοντρές, τόσο πυκνές, που έτρεξε, όρμηξε κλονισμένος, χαμένος, κατά μήκος της αποβάθρας της Απεργίας. Αλλά στη γέφυρα του Λουδοβίκου - Φιλίππου η οργή για το λαχάνιασμά του τον σταμάτησε: έβρισκε ανόητο αυτόν τον φόβο του νερού· και μέσα στα πυκνά σκοτάδια, κάτω απ` τις χαρακιές της νεροποντής που έπνιγε τις καμινάδες του υγραερίου, διέσχισε αργά τη γέφυρα με τα χέρια να πέφτουν βαριά. (. . .)
[Απόσπασμα από κείμενο παρουσίασης εκδότη ή έκδοσης]