Ένα κεντρικό θέμα του παρόντος βιβλίου είναι η ικανότητα των παιδιών να παράγουν και να ερμηνεύουν γραπτές αναπαραστάσεις των αριθμών [. . .]. Όταν παιδιά επτά έως οκτώ χρόνων αντιμετωπίζουν συγκεκριμένες περιπτώσεις πολύ εύκολων προσθέσεων και αφαιρέσεων (πρόσθεση δύο τούβλων σε άλλα δύο, αφαίρεση ενός τούβλου από τρία κ.λπ.), αποδεικνύεται ότι έχουν πολύ μεγάλη δυσκολία να κάνουν στο χαρτί σύμβολα που ν` αναπαριστούν αυτό που μόλις είδαν [. . .]. Και το πιο περίπλοκο, για να μην πούμε και το πιο ανησυχητικό, είναι να μην έχει βρεθεί ούτε ένα παιδί σε μία ομάδα από ενενηνταέξι που να χρησιμοποίησε, ή έστω να προσπάθησε να χρησιμοποιήσει, τα σύμβολα «+» και «-». Ωστόσο, τα τρία τέταρτα από τα παιδιά χρησιμοποιούσαν συχνά αυτά τα σύμβολα όταν έκαναν προσθέσεις και αφαιρέσεις στο σχολείο [. . .]. Ο Hughes καταφέρνει πράγματι να αποσαφηνίσει τις υπάρχουσες υποθέσεις και ν’ ανανεώσει από την αρχή το πώς τα παιδιά μαθαίνουν «απλή αριθμητική» - ή αποτυγχάνουν να το κάνουν - , συνεχίζοντας με συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς μπορεί να αποκτήσει ασφαλή θεμέλια το εγχείρημα της διδασκαλίας και της εκμάθησης της αριθμητικής.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]