Όταν ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο κάθισε και τον καμάρωσε. - Μπράβο μου, είπε έκαμα ωραία δουλειά. Έφτιαξα περιβόλια, δάση, ποτάμια, βουνά, λίμνες, θάλασσες, ζώα, ψάρια, πουλιά! Χαρά Θεού να τα βλέπει και να τα χαίρεται όλ` αυτά ο άνθρωπος!.. Ελπίζω να τ` αγαπήσει, να τα σεβαστεί και να ζήσει χαρούμενος κι ευτυχισμένος. Αλλά ο άνθρωπος δε σεβάστηκε το ωραίο περιβόλι του Θεού. Έκοψε τα δέντρα, έκαψε τα δάση, μόλυνε τις θάλασσες, τις λίμνες και τα ποτάμια, κυνήγησε και σκότωσε τα ζώα και τα πουλιά κι έχτισε πολυκατοικίες κι έκλεισε μέσα τα παιδιά. Και τα παιδιά άρχισαν να κλαίνε και να νιώθουν δυστυχισμένα. Τότε ο Θεός είπε: - Μέχρι να καταλάβει ο άνθρωπος τι κακό έκανε στο περιβόλι του και να το ξαναφυτέψει, για να μη νιώθουν τα παιδιά δυστυχία, θα βάλω τις γιαγιάδες να τους λένε παραμύθια. - Εγώ, όμως, δεν έχω γιαγιά, φώναξε ένας κοκκινοτρίχης πιτσιρικάς. - Μη στεναχωριέσαι αγόρι μου. Εσύ θα τα διαβάσεις...
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]