`ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΥΧΤΑ`:
Ερωτεύτηκα τη Μόλι στα δεκαπέντε μου κι ας ήταν πιο μεγάλη. Δεν κώλωνα εγώ μ` αυτά, όλοι το ξέρανε στην πιάτσα. Στεκόταν στα σκαλιά του μίνι μάρκετ που είχε ο πατέρας της κολλητά στο βενζινάδικο του Σάμι, ένα μαγαζάκι λίγα τετραγωνικά, μακρόστενο, γεμάτο ράφια μ` ένα ψυγείο κι ένα μικρό πάγκο μόλις έμπαινες στα δεξιά, τη μηχανή στην άκρη και πίσω της χαλκομανία τη φάτσα του. Πουλούσε ό,τι μπορούσες να βάλεις με το νου σου, από τσιγάρα, κόκα κόλες και περιοδικά PLAYBOY που τα `κρυβε κάτω από τον πάγκο του, μέχρι σφαίρες και μικρά όπλα αν πήγαινες με σύσταση. Έτσι και ήσουνα στο κόλπο, έπρεπε να γυροφέρεις το μαγαζί, να βάλεις στο καλάθι δυο πακέτα τσιπς και να ζητήσεις καπνό για πίπα. `Έχω έρθει για την παραγγελία, κύριε, δύο πακέτα απ` τον καπνό για πίπα, μεντόλ παρακαλώ`, να τι έπρεπε να πεις. Σε κοίταγε απ` την κορφή ως τα νύχια με κείνο το υγρό βλέμμα του και μόνο τότε σου έδινε, αν ήτανε σίγουρος πως ήσουνα καθαρός και δεν κινδύνευε να τον δώσεις στους μπάτσους. Αστεία πράγματα δηλαδή. Λες κι οι δικοί σου δεν ξέρανε ποιος έκανε τις βρωμοδουλειές στο Σακραμέντο. [...]