Κρατώντας σφιχτά τον ομφάλιο λώρο κι ακολουθώντας τα χνάρια του αίματος, τα βήματα μου μ` έφεραν κοντά σου. Χιόνιζε, και παρ` όλα αυτά εσύ καθόσουν γυμνή πάνω στη χλόη, σ` ένα λιβάδι γεμάτο λευκές παπαρούνες. Κρατούσες ένα μήλο και το έκοβες σε μικρά κομματάκια που τα πετούσες χάμω. Το μαχαίρι δε φαινόταν, αλλά ήμουν σίγουρος πως έτσι το έκοβες, αυτό έδειχναν οι κινήσεις των χεριών σου. Αίφνης σταμάτησες κι άρχισες να μαζεύεις παπαρούνες, μαδώντας τα πέταλα τους ένα ένα. Οι παπαρούνες είναι κόκκινες σου φώναξα. Οι μαργαρίτες είναι λευκές. Ατάραχη, γύρισες και μου είπες: Όχι στα όνειρα...εδώ οι βιολέτες είναι μαύρες. Μα δεν υπάρχουν μαύρα λουλούδια, επέμεινα. Και βέβαια, με αποστόμωσες. Να, κοίτα. Κι όπως γύρισα το βλέμμα είδα ένα ξέφωτο με μαύρους κρίνους στην άκρη μιας ρόδινης λίμνης, καταμεσής ενός δάσους με γαλάζια χιονισμένα δέντρα.