Εδώ και τριάντα τουλάχιστον χρόνια άρχισα να συλλέγω υλικό για να γράψω `κάποτε, κάτι` για τον εγκληματολόγο Ντοστογιέφσκι. Τα χρόνια πέρασαν αλλά η (έμμονη) ιδέα δεν μ` εγκατέλειψε, λες και είχα μια ψυχο-πνευματική οφειλή.
Αυτή η εσωτερική ανάγκη συνδυάστηκε και με την πάγια άποψή μου ότι μέσα στην (καλή) λογοτεχνία ανακαλύπτουμε μυστικά για την ανθρώπινη ψυχή, το βάθος και το πάθος της, που κανένα εγχειρίδιο Εγκληματολογίας ή Ψυχολογίας δεν μπορεί να καταγράψει ή να αναδείξει.
Στο εγχείρημά μου αυτό, αν και θεώρησα επιβεβλημένο -από το ίδιο το έργο του Ντοστογιέφσκι- να `ταξιδέψω` σε φιλοσοφικά, ψυχολογικά, θεολογικά κείμενα και θεωρήματα, προσπάθησα να μην αλλοιώσω την εγκληματολογική μου οπτική.
Ο Ρασκόλνικωφ -κυρίως- αλλά και οι άλλοι ήρωες και οι άλλες στάσεις / αποστάσεις / καταστάσεις των έργων του Ντοστογιέφσκι μου έδωσαν την ευκαιρία να καταθέσω σκέψεις για τον ντοστογιεφσκικό εγκληματία (υποχθόνιος, τραγικός, παράλογος, υπαρξιακός, υπεράνθρωπος) και να τον προσεγγίσω με βάση την εγκληματολογική θεωρία.
Το κατά πόσο δεν πρόδωσα τις ιδέες του Ντοστογιέφσκι και το κατά πόσο πρόσθεσα κι εγώ μια γραμμή στο τεράστιο (κι από εξέχοντες διανοητές) ερμηνευτικό έργο για τον Ρώσο λογοτέχνη, θα το κρίνουν οι αναγνώστες του βιβλίου μου.
Η οφειλή μου όμως εξεπληρώθη.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]