Η νύφη έμεινε στο ζόφο του Βορρά. Νά` ρθει στα συγκαλά της, να χωρίσει. Του `κανε μια κόρη. Μια ξωθιά. Του `φερε το παιδάκι στην Ελλάδα, να το δει. Και να του πει τα άλλα. Να κανονίσουν το διαζύγιο σαν φίλοι, έλεγε. Σφίγγοντας τη μικρή στην αγκαλιά της. Να μην τους ξαναδεί, να κάνει τη ζωή του. Άκουγε αυτός αμίλητος. Απότομα. Αρπάζει το παιδί από τον κόρφο της. Το κανακεύει μια σταλίτσα μόνο. Τραβάει το σουγιά που κουβανούσε πάντα για αντριλίκι και χαράζει το ζυμωτό μπρατσάκι. Τρέξανε αίματα, έσκουξε η μικρή. Η άλλη κοιτούσε. Αυτός μιλούσε μόνος του. Φτου σου, κοπέλα μου. Γυναικάρα σαν και τη μάνα σου θα γένεις. Φτου σου, κούκλα μου. Σαν και σένα καμιά. Φτάνει να μη σε κοιμηθώ. Να σε γνωρίσω απ` το σημάδι.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]