"Το φθινόπωρο μ` αρέσει, η θλιβερή αυτή εποχή ταιριάζει στις αναμνήσεις. Όταν τα δέντρα δεν έχουν πια φύλλα, όταν ο ουρανός διατηρεί ακόμα το δειλινό την κοκκινωπή ανταύγεια που χρυσώνει το μαραμένο χορτάρι, έχει μια γλύκα να βλέπεις να σβήνει ό,τι χτες ακόμα έκαιγε μέσα σου.
Μόλις γύρισα από τον περίπατό μου στα έρημα λιβάδια, στην όχθη των παγερών ρυακιών, όπου καθρεφτίζονται οι ιτιές. Ο άνεμος έκανε τα γυμνά κλαριά τους να σφυρίζουν, πότε-πότε σώπαινε, κι έπειτα άρχιζε πάλι αιφνίδια· τότε τα φυλλαράκια που κρέμονται από τα χαμόκλαδα έτρεμαν πάλι. Το χορτάρι ριγούσε λυγίζοντας προς το χώμα, όλα έμοιαζαν να γίνονται πιο χλωμά και πιο παγωμένα· στον ορίζοντα ο δίσκος του ήλιου χανόταν μες στο λευκό τ` ουρανού και τον διαπερνούσε ολόγυρα με λίγη ζωή που έφθινε. Κρύωνα και σαν να φοβόμουν".