Τον εραστή των φαντασμάτων, των ταξιδευτών,
κι όσων έφυγαν πάρωρα, αυτόν καλούσε,
μες στο σκοτάδι που διαβαίνει μοναχός, στις ερημιές
που διάβαινε ωραίος, απ` τον καιρό λιωμένος,
σέρνοντας τη λύπη του, χλομό κοράσι.
Και σιγανά του κρένει, και δεν άκουγε, που περπατείς, ψιθύριζε, και δεν τον φτάνει, στις ρεματιές δροσίζεται, στο αγκαθινό, σε κλίνη ανεσκαμμένη απ` άκρη σ` άκρη, και στα λινά μιας παραδείσου, του ψιθύριζε, ήσουν καλός, και δεν ακούς, και μη λυπάσαι, όνειρο ήταν και περνά, μη σκιάζεσαι,
εκεί που νυχτοπερπατείς σε ξένους ύπνους.