Κοιτάζουμε από ένα παράθυρο ψηλά τις κινούμενες κουκκίδες κάτω, που πάνε από, πάνε προς, αξεχώριστες, οι καθημερινές τους ιστορίες ίδιες στα μάτια μας. Μία όμως ξεχωρίζει. Δεν κινείται από ή προς, είναι σωριασμένη πλάι σε έναν κάδο απορριμάτων. Η απόλυτη ακινησία της καταμεσής στην πολύβοη πόλη παγιδεύει τη ματιά μας, η σωριασμένη φιγούρα μεγεθύνεται, γιγαντώνεται, γεμίζει το οπτικό μας πεδίο απ` άκρη σ` άκρη. Ό,τι ήταν και είναι και θα είναι η πόλη, συνοψίζεται σε τούτη τη ρακένδυτη, ασάλευτη φιγούρα, που κείται σωριασμένη στο βρόμικο πεζοδρόμιο, πλάι σε έναν κάδο απορριμάτων, ανάμεσα σε γόπες και τσαλακωμένα εισητήρια των αστικών συγκοινωνιών. Η ιστορία της πόλης ανιχνεύεται στα αξύριστα μάγουλα, στα άκοφτα νύχια, στο ρυπαρό παλτό αυτού του συνάμα μικροσκοπικού και γιγαντιαίου πλάσματος. Ας τη διηγηθούμε. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]