Γράφει στο Ημερολόγιό του ο Χέμπελ στις 3 Ιανουαρίου 1840: Εξαιτίας της Ιουδήθ μου βρίσκομαι σε μια εσώτερη αμηχανία. Την Ιουδήθ της Βίβλου δεν τη χρειάστηκα. Εκεί η Ιουδήθ είναι μια χήρα που ρίχνει στα δίχτυα της τον Ολοφέρνη με τον δόλο και την πονηριά. Χαίρεται όταν έχει το κεφάλι του μέσα στον σάκο της και ψάλει κι αλαλάζει μπροστά σε ολόκληρο και με ολόκληρο το Ισραήλ επί τρεις μήνες. Αυτό είναι χυδαίο – μια τέτοια φύση είναι ανάξια της επιτυχίας της. Η Ιουδήθ μου παραλύει από την πράξη της· παγώνει μπροστά στη δυνατότητα να γεννήσει ένα γιο του Ολοφέρνη· αντιλαμβάνεται πως ξεπέρασε τα όρια, ότι έκανε το σωστό βέβαια, μα κινημένη από μη σωστά κίνητρα.