Ξεκινήσανε με την εξαδέλφη της πηδώντας από βραχάκι σε βραχάκι για τη θάλασσα. Το σπίτι της θείας της ήτανε δίπλα στην ακρογιαλιά. Πείραζε η μία την άλλη. Κυνηγιότανε, οι κοτσίδες της χοροπηδούσανε στη ράχη της πολύτιμες, βαριές, το πιο ακριβό της στολίδι. Συχνά, τη βάζανε να λύνει τα μαλλιά της για να τα θαυμάζουνε, που την τυλίγανε ως τις κλειδώσεις των ποδιών της. Τα σήκωνε στους ώμους αστραφτερό μανδύα, γεμάτη αιδημοσύνη. Δεν της άρεσε η έκφραση θαυμασμού των άλλων. Το λεπτό θεσπέσιο σώμα της στραφτάλιζε σαν μεσημεριάτικη θάλασσα ιδρωμένο, αρμυρό και μπρούτζινο. Οι άνθρωποι γυρίζανε και την κοιτάγανε. Οι γυναίκες τη ζηλεύανε, δεν της στέριωνε φιληνάδα. Μόνο αυτή η εξαδελφούλα τη λάτρευε μέσα από το θαυμασμό που έτρεφε για κείνη. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]