Εθνογράφος και μυθιστοριογράφος, ο Κανταρέ, άλλοτε με σαρκασμό και άλλοτε χρησιμοποιώντας το γκροτέσκο και το επικό, εξερεύνησε τους μύθους και την ιστορία της χώρας του, για να ‘διαμελίζει’ τους μηχανισμούς ενός παγκόσμιου κακού, του ολοκληρωτισμού.
«Η κομμουνιστική κόλαση, όπως και κάθε άλλη κόλαση, είναι ασφυκτική», είχε δηλώσει ο Κανταρέ στο Γαλλικό Πρακτορείο σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις του, τον Οκτώβριο, λίγο πριν τιμηθεί με το παράσημο του Μέγα Αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής από τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν.
Το πλούσιο συγγραφικό έργο του, που αριθμεί περίπου 50 μυθιστορήματα, δοκίμια, διηγήματα, ποιήματα, θεατρικά και έχει μεταφραστεί σε 40 γλώσσες, γράφτηκε εν μέρει υπό τον Χότζα, ο οποίος μέχρι τον θάνατό του, το 1985, κυβέρνησε με σιδηρά πυγμή την ασφυκτικά καταπιεσμένη χώρα του.
Για τον Ισμαήλ Κανταρέ, ο ζυγός δεν θα μπορούσε να αποτελεί δικαιολογία: ο συγγραφέας έχει καθήκον να παραχωρήσει στον εαυτό του απόλυτη ελευθερία, να «βρίσκεται στην υπηρεσία της ελευθερίας». «Η αλήθεια δεν βρίσκεται στις πράξεις αλλά στα βιβλία μου που είναι μια αληθινή λογοτεχνική διαθήκη», έλεγε ο Κανταρέ στο Γαλλικό Πρακτορείο το 2019.
Γεννημένος στο Αργυρόκαστρο (όπως και ο Χότζα), που πρωταγωνιστεί στο “Χρονικό της Πέτρινης Πόλης” (1970) στη νότια Αλβανία, εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1963: «Ο στρατηγός της στρατιάς των νεκρών»: ένας Ιταλός αξιωματικός πηγαίνει στην Αλβανία για να ξεθάψει τους συμπατριώτες του που σκοτώθηκαν εκεί κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.
Ο Κανταρέ ξεκίνησε να γράφει από την παιδική του ηλικία, όταν ανακάλυψε σε βιβλιοθήκη της οικογένειάς του τον “Μάκβεθ” του Σαίξπηρ, έναν από τους ήρωές του μαζί με τον Αισχύλο, τον Θερβάντες, τον Δάντη και τον Γκόγκολ.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, σπούδασε στο Ινστιτούτο Μαξίμ Γκόρκι στη Μόσχα, μια εστία του σοβιετικού ρεαλισμού, ένα λογοτεχνικό είδος που αποστρεφόταν καθώς «δεν υπήρχε μυστήριο, ούτε φαντάσματα, τίποτα».
Ο,τι διδάχτηκε εκεί, τα αφηγείται στο έργο του “Το λυκόφως των θεών της στέππας” (1978).
Η απόφαση του Χότζα να κόψει τους δεσμούς με την ΕΣΣΔ του Νικίτα Χρουστσόφ φέρνει τον Ισμαήλ Κανταρέ πίσω στην Αλβανία.
Από αυτή τη ρήξη προέκυψε “Ο Μεγάλος Χειμώνας” (1973), όπου κάνει την εμφάνισή του ο Χότζα.
Το βιβλίο είναι μάλλον ευνοϊκό για τα Τίρανα, αλλά οι πιο ένθερμοι θαυμαστές του Χότζα το θεωρούν ανεπαρκώς εγκωμιαστικό και απαιτούν το κεφάλι του «αστού» συγγραφέα. Ο Χότζα, που υπερηφανευόταν ότι είναι λάτρης της λογοτεχνίας, σπεύδει να τον βοηθήσει. Στα απομνημονεύματά της, η χήρα του, η Νεσμιγιέ Χότζα, αφηγείται πώς ο σύζυγός της, συχνά εξοργισμένος, έσωσε πολλές φορές τον Κανταρέ, ο οποίος διετέλεσε για μικρό διάστημα βουλευτής στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Προστατευμένος από τη φήμη του, όταν άλλοι καταδικάζονταν σε καταναγκαστική εργασία ή ακόμα και εκτελούνταν, ο Κανταρέ δέχτηκε επικρίσεις γι’ αυτή την ιδιότητα του «επίσημου αντιφρονούντος».