Η γάτα του Χριστού
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-88063-1-3
Noėma, Αθήνα, 12/2025
1η έκδ. || Νέα
Γλώσσα: Ελληνική, Νέα
Γλώσσα πρωτοτύπου: Αρμενική
Ενιαία τιμή έως 30/6/2027
€ 12.72 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
14 x 21 εκ., 148 σελ.
Περιγραφή

Μια γάτα που ανήκει –ή μήπως όχι;– στον Ιησού, ένας ζωγράφος που πουλά τα σύννεφα, μια νεκρή μύγα που επιστρέφει στη ζωή, ένας καταραμένος πίνακας, όλοι τους κομμάτια ενός σύμπαντος το οποίο ισορροπεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και τη φαντασία.

Στην καρδιά της μετασοβιετικής Αρμενίας, άνθρωποι μοναχικοί, ονειροπόλοι, πληγωμένοι, πασχίζουν να κρατηθούν από μια ανάμνηση, ένα αντικείμενο, ένα βλέμμα, σε ένα μωσαϊκό στιγμών το οποίο οδηγεί τον αναγνώστη σε έναν κόσμο γεμάτο σιωπές, αναδεικνύοντας την ανεξήγητη ομορφιά τού να είσαι άνθρωπος.

Ο Aνθρωπάκος

Η πρώτη φορά που συνάντησα τον Ανθρωπάκο ήταν στις πέντε του Νοέμβρη. Ήταν μια μέρα με υγρασία, τα φύλλα είχαν πέσει ήδη και είχαν αναμειχθεί με τη λάσπη, κάνοντας το έδαφος να γλιστράει. Έφυγα από το πανεπιστήμιο κι αποφάσισα να περπατήσω μέχρι το Βερνισάζ για ν’ αγοράσω ένα βιβλίο (έπαιρνα συχνά βιβλία από εκεί – ήταν φθηνότερα από τα βιβλιοπωλεία). Ήμουν χαμένος στις σκέψεις μου και περπατούσα με την ησυχία μου. Είχα σχεδόν φτάσει, όταν είδα τρεις τέσσερις μικρούς πίνακες τοποθετημένους σε μικρή απόσταση από το πεζοδρόμιο, στη σειρά κάτω από τα δέντρα. Πλησίασα κι έριξα μια ματιά – ήταν όλοι τους με σύννεφα. Παρωχημένοι και κοινότοποι, θα έλεγε κανείς άσχημα έργα τέχνης, ως έναν βαθμό, όμως είχαν κάτι αυτά τα σύννεφα, που με τράβηξε κοντά τους. Στάθηκα εκεί να κοιτάζω, όταν ένας κοντός άντρας, όχι ιδιαίτερα καλοντυμένος, με χαιρέτησε ευγενικά και με ρώτησε αν σκεφτόμουν να αγοράσω κάποιον πίνακα. Με έπιασε απροετοίμαστο, νόμιζα πως ήταν ένας ακόμα άστεγος που επρόκειτο να ζητιανέψει λίγα χρήματα, όμως αποδείχτηκε ότι ήταν ο καλλιτέχνης που είχε ζωγραφίσει αυτά τα έργα.

«Είναι δική σας δουλειά;» ρώτησα.

«Ναι, δική μου» είπε ο Ανθρωπάκος χωρίς να το πολυσκεφτεί και, πλησιάζοντας τους πίνακες, χρησιμοποίησε το πόδι του για να κάνει πέρα μερικά φύλλα που είχαν προσγειωθεί μπροστά τους. Έριξα άλλη μια ματιά στον άνθρωπο και τον παρατήρησα πιο προσεκτικά, σαν να ήθελα να επιβεβαιώσω αυτό που είχε μόλις πει. Ήταν ένας κοντός άντρας μετά τα πενήντα, τα ρούχα του και τα χέρια του ήταν πασαλειμμένα με μπογιά σε διάφορα σημεία.

«Πόσα θέλετε;» τον ρώτησα έτσι, για πλάκα· ήξερα πως δεν θα μπορούσα να αγοράσω τίποτα, καθώς το μόνο που είχα ήταν δύο χιλιάδες ντραμ και κάτι κέρματα.

«Θα σ’ το δώσω για είκοσι χιλιάδες» απάντησε ο Ανθρωπάκος.

«Εεε… θα είστε εδώ αύριο;» ρώτησα, δίνοντας στη φωνή μου μια νότα χειροπιαστής λύπης. «Δεν έχω τόσα λεφτά μαζί μου αυτήν τη στιγμή».

«Ναι, εδώ θα είμαι» απάντησε κάπως θλιμμένα. «Όμως, αν θες, μπορείς να διαλέξεις αυτόν που σ’ αρέσει τώρα, και να μου φέρεις τα λεφτά αύριο, ή κάποια άλλη μέρα».

Έμεινα έκπληκτος από το πόσο καλλιεργημένα και κομψά έβγαιναν τα λόγια του, έτσι προσπάθησα να ακουστώ κι εγώ όσο πιο καλλιεργημένος μπορούσα.

«Όχι, θα έρθω σίγουρα αύριο» απάντησα με χαμόγελο, όμως ήξερα πως μου ήταν αδύνατο να βρω είκοσι χιλιάδες ντραμ σε μια μέρα. Ο Ανθρωπάκος πλησίασε σιωπηλά τους πίνακες και τους μετακίνησε λίγο, έπειτα περπάτησε μια μικρή απόσταση μέχρι έναν βράχο, όπου κάθισε κι άρχισε να καπνίζει. Έριξα άλλη μια ματιά στους πίνακες και συνέχισα το περπάτημα. Φυσικά, δεν κράτησα την υπόσχεσή μου· δεν επέστρεψα για ν’ αγοράσω κάποιον πίνακα, κι είχα ξεχάσει τον Ανθρωπάκο, μέχρι που μου το θύμισε ο ίδιος.

Ήταν μια απροσδόκητα ηλιόλουστη μέρα, παρότι κρύα, και πήγαινα στο σπίτι μετά το μάθημα, όταν, όπως συνήθιζα, πήρα τον μακρύτερο δρόμο, ώστε να μπορέσω να περπατήσω μέσα από το μικρό πάρκο (υπάρχει ένα μικρό πάρκο, κήπος πιο πολύ, ανάμεσα στα κτίρια στην οδό Κομιτάς· το ’χα συνήθεια να το διασχίζω). Όταν το πλησίασα, παρατήρησα πως ο Ανθρωπάκος στεκόταν εκεί. Νόμιζα πως δεν θα με θυμάται, κι αποφάσισα να περάσω από μπροστά του ώστε να ρίξω μια ακόμα ματιά στους πίνακες. Ήταν οικεία έργα, γνώριμα σύννεφα, και τα προσπέρασα βιαστικά αφότου έριξα ένα γρήγορο βλέμμα. Είχα προσπεράσει και τον ίδιο σχεδόν, όμως, προς έκπληξή μου, εκείνος με χαιρέτησε. Με έπιασε απροετοίμαστο, σε τέτοιον βαθμό που ένιωσα λες και είχα μείνει γυμνός, εκτεθειμένος μπροστά σε πλήθος. Η ντροπή μου πολλαπλασιάστηκε ακόμα περισσότερο όταν δεν είπε τίποτα για να αγοράσω κάποιον πίνακα αφού ανταπέδωσα τον χαιρετισμό – μου είπε απλά γεια, χωρίς απώτερο σκοπό.

«Επιστρέφω» είπα μετά από μια άβολη σιωπή. «Μην πάτε πουθενά, οκέι;» 

Πήγα σπίτι βιαστικά. Είχα αποφασίσει να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου, με όποιο κόστος. Η κατάσταση στην οποία είχα βρεθεί με σκότωνε. Η συμπεριφορά του με είχε αναγκάσει να δω πόσο χαμηλά είχα πέσει· ήταν ανυπόφορο. Δεν θα είχα νιώσει τόσο άσχημα αν μου είχε υπενθυμίσει να αγοράσω τον πίνακά του, όμως η σιωπή του ήταν αβάσταχτη. Το χαρτονόμισμα των δέκα χιλιάδων ντραμ που μου ’χε δώσει η γιαγιά μου στα γενέθλιά μου ήταν ακόμη εκεί, μέσα στο ντουλάπι μου. Αποφάσισα να του το δώσω τώρα και να ξεχρεώσω τα υπόλοιπα αργότερα. Κι αυτό έκανα. O Ανθρωπάκος δεν έφερε αντίρρηση. Πήρε τα λεφτά και με ρώτησε ποιον πίνακα ήθελα.

«Γιατί; Όλοι το ίδιο δεν είναι;» γέλασα και τους πλησίασα.

«Πώς;» ξαφνιάστηκε. «Μα δεν βλέπεις; Αυτά είναι τα σύννεφα ενός λυπημένου άντρα, αυτά εδώ ενός πεινασμένου…»

Έδωσε τέτοιες παράλογες περιγραφές σε κάθε έργο του, αν και όλοι οι πίνακες είχαν τα ίδια σύννεφα πάνω τους – κοινότοπα σύννεφα που μπορεί κανείς να δει στον καλοκαιρινό ουρανό, αγνά και φωτεινά.

«Δεν καταλαβαίνω» είπα χαμογελώντας. «Υπάρχουν καθαρά και φωτεινά σύννεφα ζωγραφισμένα σε καθένα από αυτά τα έργα, όμως τους έχετε δώσει λυπημένα ονόματα. Θέλω να πω, αν ήταν γκρίζα σύννεφα, όπως αυτά που έχουμε σήμερα στον ουρανό, θα είχα συμφωνήσει μαζί σας».

«Μα τα σύννεφα σήμερα είναι χαρούμενα». Ο Ανθρωπάκος κοίταξε ψηλά τον σκοτεινό, γκρίζο ουρανό και χαμογέλασε.

Μόνο τότε πρόσεξα πως του έλειπε το μπροστινό δόντι.

«Εντάξει. Θα πάρω το σύννεφο του μοναχικού» είπα γελώντας.

«Όμως δεν μπορώ να θυμηθώ ποιο απ’ όλα είναι».

Μου έδωσε τον πίνακα και συμφωνήσαμε πως θα του έδινα το υπόλοιπο ποσό σε μικρές δόσεις. Όταν ζήτησα τον αριθμό του, είπε πως δεν θα τον χρειαζόμουν, ότι θα βρισκόταν στο πάρκο αποκεί και πέρα, επειδή ήταν σε βολική τοποθεσία και είχε πολλή περαντζάδα. Πήγα σπίτι με ήρεμη τη συνείδησή μου. Παρόλο που δεν μου άρεσε πολύ ο πίνακας, μπορούσα να τον κοιτάζω για ώρες – τα σύννεφα έδειχναν έτοιμα να κουνηθούν ανά πάσα στιγμή. Τον γύρισα από τη μια μεριά κι από την άλλη, ελπίζοντας να βρω την υπογραφή του κάπου, όμως μάταια. Δεν τον κρέμασα στον τοίχο· δεν ήθελα να τον δει η οικογένειά μου. Ήξερα πως θα με επέπλητταν που τον αγόρασα. Κάθε μέρα, πριν φύγω για το πανεπιστήμιο, η μητέρα μού έδινε χίλια ντραμ και λίγα κέρματα, κάποιες φορές περισσότερα. Και, κάθε μέρα, έδινα το χαρτονόμισμα των χιλίων ντραμ στον Ανθρωπάκο· ήθελα να ξεχρεώσω το συντομότερο δυνατόν, αν και δεν με πίεζε να το κάνω, λες κι ήταν το ίδιο γι’ αυτόν είτε τον ξεπλήρωνα είτε όχι. Έτσι ξεκίνησε η φιλία μου μαζί του. Συχνά στεκόμουν δίπλα του και μιλούσαμε για διάφορα· πιο πολύ εγώ. Είχα προσέξει πως ήταν από τα άτομα των οποίων τα λόγια έδειχναν απλοϊκά κι ασήμαντα στην αρχή, όμως ωρίμαζαν μέσα σου με τον καιρό και σου έδιναν τροφή για σκέψη. Μια μέρα, ενώ κουβεντιάζαμε κάτι που δεν μπορώ να θυμηθώ αυτήν τη στιγμή, τον ρώτησα αν πιστεύει στον Θεό.

«Είμαι άθεος με τη θέληση του Θεού» αποκρίθηκε.

«Δεν πιστεύω στην ύπαρξη του Θεού» είπε όταν του ζήτησα να εξηγήσει αυτή την αλλόκοτη δήλωση. «Όμως αυτό που πιστεύω είναι πως ο Θεός είναι που το θέλησε να είμαι άθεος».

Οι συζητήσεις μας συνεχίστηκαν για πολύ καιρό, όμως με το ζόρι γνώριζα πράγματα για τον Ανθρωπάκο, πέρα από το γεγονός ότι είχε αποφοιτήσει από τη Σχολή Καλών Τεχνών Τερλεμεζιάν.

Προσπαθούσε να πουλήσει το έργο του στο πάρκο δύο βδομάδες, όμως ίσα που κατάφερε να δώσει έναν δυο πίνακες. Εγώ είχα σχεδόν ξεχρεώσει, μόνο χίλια ή δύο χιλιάδες ντραμ έμεναν. Μια μέρα, όταν επέστρεφα στο σπίτι από το μάθημα, εντόπισα έναν πίνακα που δεν έδειχνε καθόλου διαφορετικός από τους άλλους εκ πρώτης όψης. Είχε τα ίδια σύννεφα πάνω του, όμως αυτός έδειχνε φωτεινότερος· τα χρώματα πάνω του λαμπύριζαν.


Add: 2025-12-30 14:01:59 - Upd: 2025-12-30 14:45:27