Φευγαλέα πόλη
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-88063-0-6
Noėma, Αθήνα, 12/2025
1η έκδ. || Νέα
Γλώσσα: Ελληνική, Νέα
Γλώσσα πρωτοτύπου: Αρμενική
Ενιαία τιμή έως 30/6/2027
€ 12.72 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
14 x 21 εκ., 118 σελ.
Περιγραφή

Δύο άντρες, ο Γκαγκίκ και ο Γκριγκόρ, ξεκινούν ένα ταξίδι προς τη λίμνη Σεβάν της Αρμενίας. Η συντροφιά ενός ξένου και μια πόλη που αλλάζει συνεχώς πρόσωπο οδηγούν τους ήρωες σε μια παράξενη περιπλάνηση μέσα στον χρόνο, τη μνήμη και την επιθυμία. Καθώς τα σύνορα ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα διαλύονται, η πόλη μεταμορφώνεται σε καθρέφτη της ψυχής τους, κι εκείνοι παλεύουν να βρουν ποιοι είναι, προτού όλα χαθούν.

Η Φευγαλέα πόλη είναι ένα τοπίο ρευστό, η αφήγηση της ίδιας ιστορίας μέσα από δύο διαφορετικές οπτικές, ένα έργο για την ταυτότητα, τη μοναξιά και την ιδιαίτερη φύση της ζωής στον σύγχρονο κόσμο.

Ζω σε μια φευγαλέα πόλη.

Η λέξη φευγαλέα τώρα που την έγραψα μου φάνηκε παράξενη. Μήπως κάνω λάθος; Πώς μπορούν τα γράμματα να ενωθούν με τέτοιον τρόπο και να κάνουν την πόλη μου να φεύγει; Επανέλαβα τη λέξη αρκετές φορές, την έγραψα πρόχειρα σε ένα κομμάτι χαρτί και κατάλαβα πως για να περιγράψω το Γερεβάν, το φευγαλέο φεύγει και αυτό.

Ο χειμώνας δεν είναι όπως το καλοκαίρι. Στην πόλη μου, η διαφορά ανάμεσα στις δύο εποχές είναι τόσο μεγάλη, που μοιάζει σαν να ζω δύο ζωές, λες και είμαι δύο άνθρωποι που δεν συναντιούνται ποτέ. Τον χειμώνα, το σπίτι μου βρίσκεται αόριστα κάπου έξω από την πόλη. Το καλοκαίρι, μένω στο κέντρο της, ακριβώς στην οδό Αμποβιάν. Και όταν βγαίνω από το διαμέρισμά μου εκεί, νιώθω σαν να βρίσκομαι ακόμη μέσα.

Με τα μάτια μου ακόμη κλειστά, έφερα στο μυαλό μου το καλοκαίρι. Απορρόφησα τη μυρωδιά της μητέρας μου μέσα από τον ιδρώτα μου, πετάχτηκα πάνω και τράβηξα την κουρτίνα. Εκείνη είχε ράψει μια κουρτίνα από σκούρο ύφασμα για να κρατά έξω το καλοκαίρι. Ο ήλιος έκαιγε.

Ήξερα ότι είχα αργήσει – πρέπει να ήταν γύρω στις δώδεκα.

Το δεύτερο σημάδι της καθυστέρησής μου ήχησε ένα λεπτό αργότερα. Πάντα ξεχνάω να απενεργοποιήσω τον ήχο του κινητού μου. Η ανυπομονησία του Γκριγκόρ έκαιγε ανάμεσα στους κόκκινους αριθμούς.

«Γκαγκίκ, είσαι σπίτι;»

«Κοιμόμουν». Η λέξη κοιμόμουν δεν ταίριαζε με το Γερεβάν τον Ιούλιο. «Εσύ πού είσαι;»

«Κάτω από το ρολόι της πλατείας. Βιάσου! Πότε θα φτάσεις;»

«Σε μισή ώρα».

«Μισή ώρα!» Η πόλη ξεχύθηκε μέσα στο τηλέφωνο, η μυρωδιά του λαχματζούν χτύπησε τη μύτη μου και με ανάγκασε να βουρτσίσω τα δόντια μου. Έφτυσα το άσπρο και έβγαλα το εσώρουχό μου. Γύρισαν άραγε οι εικόνες στον τοίχο από ντροπή; Δύσκολο να το φανταστεί κανείς. Το κτίριό μας μάλλον μετατοπίστηκε έναν δρόμο δεξιά.

Το νερό έπεφτε πάνω μου σαν βελόνες. Η μυρωδιά της μητέρας μου ήταν παντού στο δωμάτιο. Θα ζωγραφίσω. Τα έχω κανονίσει όλα, καρέ καρέ. Το μόνο που μένει τώρα είναι να δημιουργήσω την κίνηση. Την κίνηση της μυρωδιάς. Είναι το μοναδικό πράγμα που συγκροτεί τη βιογραφία μου σ’ αυτήν τη φευγαλέα πόλη.

Ο ήχος της κόρνας του αυτοκινήτου έφτασε μέχρι το σπίτι μου, ως τη λεωφόρο Σαγιάτ-Νόβα. Ήμουν έτοιμος να βάλω... το κεφάλι αυτού του καθάρματος στο σκίτσο μου. Ήμουν κάτω από το ρολόι της πλατείας μέσα σε πέντε λεπτά.

«Χέι». Τον Γκριγκόρ –τον Γκριγκ– τον καταπίνει το αυτοκίνητό μου τόσο γρήγορα, που μένω άναυδος. Όχι, δεν τον καταπίνει – μεταφέρεται ξαφνικά μέσα στο αμάξι μου.

«Είναι η πρώτη φορά που σε βλέπω με κοστούμι, και μάλιστα μ’ αυτήν τη ζέστη».

«Κάτσε. Θα ήταν καλό αν φορούσες κι εσύ κοστούμι».

«Γιατί; Πού πάμε;»

«Στον παράδεισο. Θα έχει εκατοντάδες αξιωματούχους».

«Θα είναι κι ο πατέρας σου;»

«Μάλλον».

«Άκου, έφτιαξες το σκίτσο σου;»

«Όχι».

«Θα σε διώξουν από τη σχολή».

«Δεν θα με διώξουν».

«Κάνεις μια ταινία κινουμένων σχεδίων για τη μυρωδιά. Δεν μπορούσες να βρεις ένα πιο ανάλαφρο θέμα;»

«Όπως;»

«Όπως για την Κοκκινοσκουφίτσα και τον ξυλοκόπο...»

Η οδός Αμιριάν εμφανίστηκε απροσδόκητα. Το αυτοκίνητό μου έκανε μια στροφή και βρέθηκε, κάπως, μπροστά στο φαρμακείο της Ζακιάν.

Από τότε που ήμουν παιδί, φανταζόμουν τα φαρμακεία σαν πισίνες, με ανθρώπους να κολυμπούν μέσα τους. Η μυρωδιά μού θύμιζε τις μαγουλάδες που είχα πάθει όταν ήμουν πέντε χρονών – γι’ αυτό και πρόβαλα τα χαρακτηριστικά ενός γουρουνιού πάνω στη στρουμπουλή γυναίκα που καθάριζε τα τζάμια.

«Τι θέλεις να αγοράσεις;» Το βλέμμα του Γκριγκ ήταν ακόμη καρφωμένο στην οδό Αμιριάν.

«Ψαλίδι, για να σου κόψω τα μαλλιά».

«Χμ, τα δικά σου τα μαλλιά να κοιτάζεις. Σου τα έχουν κάνει τόσο χάλια που μοιάζεις με Απάτσι».

«Θα θέλατε κάτι;» Η πωλήτρια χαμογελούσε πλατιά πίσω από το τζάμι, με το βαρύ, μουτζουρωμένο μακιγιάζ στο πρόσωπό της.

«Σήμερα έχω τα γενέθλιά μου. Κλείνω τα είκοσι ένα».

«Χρόνια πολλά». Σαν δώρο, η ρόμπα της άνοιξε ελαφρώς.

Κάτι έτριξε μέσα της, και ένα ρίγος διαπέρασε τον σβέρκο μου.

«Δεν μου είπατε τι θέλετε».

«Τι να πάρουμε;»

Ο Γκριγκ δεν είχε συνέλθει ακόμη από τη ζέστη της πλατείας.

«Βιταμίνες» είπε και γέλασε δυνατά.

«Ορίστε. Παρακαλώ να πληρώσετε στο ταμείο».

«Και δέκα προφυλακτικά. Από τα καλύτερα».

Το στόμα του Γκριγκ έμεινε κολλημένο στο πορτοκαλί της αφίσας που διαφήμιζε βιταμίνες, ορθάνοιχτο και ζωγραφισμένο σαν την Κραυγή του Μουνκ: ήταν ξαφνιασμένος, τρομαγμένος, και τρομοκρατημένος από κάτι, ή από τα πάντα.

«Ορίστε. Παρακαλώ να πληρώσετε στο ταμείο».Οι πλούσιες πτυχώσεις στο φόρεμα της πωλήτριας ξαφνικά και ταυτόχρονα άνοιξαν, αποκαλύπτοντας μια γιγάντια ουρά ανάμεσα στους σφιχτούς, ξυρισμένους μηρούς της, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους της. Τα λέπια ανάσαναν και κινήθηκαν με έναν περίεργο τρόπο. Η αρχή της ουράς ήταν μέσα στον κόλπο της γυναίκας. Το άκρο της, το οποίο έμοιαζε με ψαλίδι, κάλυπτε τα πόδια της.

«Ξέρεις τι θέλω;»

«Δώστε μου μια…»

«Θα σου άρεσε κάποιος να σου μιλούσε σε μια συνέντευξη;»

«Ποια συνέντευξη; Δεν φεύγω για το εξωτερικό, έτσι δεν είναι;»

«Θα σου μιλούσαν, όμως θα το έκαναν σαν να σου έπαιρναν συνέντευξη».

«Δεν ξέρω. Είπες ψέματα, έτσι δεν είναι; Τα γενέθλιά σου είναι τον Νοέμβριο».

Το φαρμακείο παρέμεινε πίσω από τη στροφή, πνιγμένο από το νερό.

Η αιλουροειδής μουσούδα της Λίλι εμφανιζόταν από μόνη της σε διαφημιστικές πινακίδες, σε κινητά τηλέφωνα και στους τοίχους κτιρίων που μόλις είχαν αρχίσει να χτίζονται. Ήταν μια αληθινή ηρωίδα κινουμένων σχεδίων: μια πριγκίπισσα, ένας ανύπαρκτος χαρακτήρας που προσπαθείς να κάνεις αληθινό. Και μετά κινείς τα άκρα της, ξαναφτιάχνεις το σώμα της και της κολλάς τα φτερά ενός αγγέλου, χωρίς να ξεχάσεις πρώτα να δέσεις το ένα της πόδι σε ένα τραπέζι. Κλείνεις τα μάτια σου καθώς πετάει μέσα σε απορρυπαντικό, γλιστράει πάνω στο χείλος ενός παγωτού και... σε κάνει να βλέπεις υγρά όνειρα.

Ο Γκριγκ μάς σύστησε.

Η Λίλι ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός, κι έτσι εκείνος τη σύστησε σε έναν νεαρό σκηνοθέτη που υποτίθεται ότι ήταν συγγενής μου. Αυτός δεν είπε τίποτα το συγκεκριμένο, όμως της πρότεινε να είναι εκεί στις πρόβες.


Add: 2025-12-30 13:46:08 - Upd: 2025-12-30 13:46:08